Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατέρας πα-τέ-ρας ουσ. (αρσ.) {πατέρ-ες (προφ. στη σημ. 1, -άδες)} & (λόγ.) πατήρ {γεν. πατρός, κλητ. πάτερ} 1. άνδρας που έχει αποκτήσει παιδί: βιολογικός (βλ. τεστ πατρότητας)/φυσικός ~. Θετός ~ (= ψυχο~). Καλός/στοργικός/τρυφερός ~. Σύζυγος και ~ τριών παιδιών (= τρίτεκνος). Ο ρόλος του ~α (στην οικογένεια). Η Γιορτή/(Παγκόσμια) (Η)μέρα του ~α. Ορφανός από ~α. Η γιαγιά από τον ~α (= από την πλευρά, από το σόι του ~α). Έγινε (για πρώτη φορά) ~. Φτυστός ο ~ του. Πβ. γεννήτορας, γέρος, μπαμπάς. Βλ. γονέας, μητέρα, παππούς, -πατέρας, πατρο-.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Όνομα πατρός (= πατρώνυμο).|| Μου στάθηκε σαν (αληθινός/πραγματικός) ~. Τον είχα σαν ~α μου. 2. αρσενικό ζώο που έχει αποκτήσει νεογνά. 3. (κ. με κεφαλ. Π, μτφ.) εφευρέτης, ιδρυτής: ο ~ της Ιατρικής/Τυπογραφίας. Πβ. θεμελιωτής, πατριάρχης. Βλ. πρωτεργάτης, σκαπανέας. 4. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Π) ο Θεός: ο (επ)ουράνιος ~.|| Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. 5. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας ή μοναχός: αγιορείτες ~ες. Ο ~/πατήρ Νικόδημος. Βλ. πάτερ.πατέρες (οι): πρόγονοι: η γη/η κληρονομιά/οι παραδόσεις των ~ων (= προπατόρων) μας. ● Υποκ.: πατερούλης (ο): σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιοι Πατέρες: ΕΚΚΛΗΣ. ονομασία των Επισκόπων και ειδικότ. των μελών της Ιεράς Συνόδου· οι Πατέρες της Εκκλησίας. [< μεσν.] , Κυριακή των (Αγίων) Πατέρων: ΕΚΚΛΗΣ. καθεμία από τις τρεις Κυριακές του χρόνου, κατά τις οποίες εορτάζονται οι Πατέρες της Α', Δ' και Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, αντίστοιχα., οι Πατέρες της Εκκλησίας & οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες: ΘΕΟΛ. εκκλησιαστικοί άνδρες, κυρ. κληρικοί, που με τη διδασκαλία και τα συγγράμματά τους θεμελίωσαν το χριστιανικό δόγμα: Αποστολικοί ~ ~. Βλ. πατερικός, πατρολογία. [< μτγν.] , πατέρας του έθνους 1. για άνδρα που υπήρξε αρχηγός και καθοδηγητής ενός έθνους. Βλ. εθνάρχης. 2. {στον πληθ.} (ειρων.) εθνοπατέρας., πατέρας-αφέντης (κυρ. παλαιότ.): αυταρχικός πατέρας, αρχηγός της οικογένειας. Πβ. κύρης. [< ιταλ. padre padrone] , πνευματικός πατέρας 1. (μτφ.) πνευματικός άνθρωπος που επηρέασε καθοριστικά τη διαμόρφωση της σκέψης ενός προσώπου: ο ~ ~ ενός λογοτέχνη/πολιτικού. Τον θεωρούσε ~ό του ~α. Πβ. δάσκαλος, μέντορας, πυγμαλίων. 2. (μτφ.) εισηγητής ιδέας ή τάσης: ο ~ ~ ενός θεσμού/κινήματος. 3. ΕΚΚΛΗΣ. ανάδοχος ή εξομολόγος. ● ΦΡ.: από πατέρα σε γιο: με κληρονομικό τρόπο: Τα μυστικά της τέχνης τους διδάσκονται/μεταβιβάζονται/περνούν ~ ~. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου. [< γαλλ. de père en fils] , λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα βλ. σκοτώνω, μου ζητάει κάποιος τη μάνα και τον πατέρα βλ. μάνα, παιδί της μάνας/του πατέρα του βλ. παιδί, πάτερ φαμίλιας βλ. φαμίλια, πόλεμος πατήρ πάντων βλ. πόλεμος, χωράφι του πατέρα του βλ. χωράφι [< 1: μεσν. πατέρας < αρχ. πατήρ 2: γαλλ. père 3: αρχ. ~, γαλλ. ~ 4: μτγν. πατήρ 5: μτγν. κ. μεσν.]

γονέας

γονέας γο-νέ-ας ουσ. (αρσ. + θηλ.) {γον-είς, -έων} 1. & (προφ.) γονιός: ο πατέρας ή η μητέρα κάποιου: στοργικός/υπερπροστατευτικός ~. Σχέση ~α-παιδιού. Οικογένειες με έναν ~α (= μονογονεϊκές). Πβ. γεννήτορας. Βλ. μονο~. 2. ΠΛΗΡΟΦ. {στο αρσ.} κόμβος-ρίζα ιεραρχικά ανώτερος από άλλους κόμβους του ίδιου δενδροδιαγράμματος. ● γονείς & (προφ.) γονιοί (οι): ο πατέρας και η μητέρα κάποιου: ανάδοχοι/ανύπαντροι/βιολογικοί/θετοί/μελλοντικοί/φυσικοί ~.|| (κατ' επέκτ.) Οι ~ του σκύλου. ● ΣΥΜΠΛ.: σύλλογος γονέων και κηδεμόνων: σωματείο που απαρτίζουν οι γονείς και κηδεμόνες των μαθητών ενός σχολείου. ● ΦΡ.: και των γονέων (προφ.-επιτατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι, συνήθ. αρνητικό, συμβαίνει σε πολύ μεγάλο βαθμό: πείνα/πίκρα/φτώχεια ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα βλ. αμαρτία [< 1: αρχ. γονεύς 2: αγγλ. parent]

εθνάρχης

εθνάρχης [ἐθνάρχης] ε-θνάρ-χης ουσ. (αρσ.) 1. τιμητικό προσωνύμιο πολιτικού ηγέτη που ενσαρκώνει τα ιδανικά και τα οράματα ενός έθνους: Καταξιώθηκε στη συνείδηση του λαού ως ~. Βλ. -άρχης. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (παλαιότ.) επίσημος τίτλος των Πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης επί Τουρκοκρατίας και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου του Γ' της Κύπρου. [< μτγν. ἐθνάρχης ‘αρχηγός του λαού ή του έθνους’, γαλλ. ethnarque, αγγλ. ethnarch]

μανά

μανά μα-νά: μόνο στη ● ΦΡ.: ξανά μανά βλ. ξανά ΜΑΝΑ

παιδί

παιδί παι-δί ουσ. (ουδ.) {παιδ-ιού | -ιών} 1. νεαρό άτομο από τη στιγμή της γέννησής του, και κυρ. μετά τη βρεφική ηλικία, μέχρι την εφηβεία ή/και την ενηλικίωση: ανάγωγο/άτακτο/γελαστό/δυσλεξικό/έξυπνο/ζωηρό/κακομαθημένο/μεγάλο/μικρό/ντροπαλό/ορφανό/συνεσταλμένο/υπάκουο/υπερκινητικό/χαϊδεμένο ~. Άπορα/εξαφανισμένα ~ιά. ~ιά του δημοτικού. ~ιά με αυτισμό/ειδικές ανάγκες. Σπαστικά ~ιά. Ανάπτυξη/ανατροφή/διαπαιδαγώγηση/διατροφή/δικαιώματα/κοινωνικοποίηση/η προσωπικότητα/υγεία του ~ιού. Υιοθεσία ενός ~ιού (βλ. παρα-, ψυχο-παίδι). Φεστιβάλ ~ιού. Η (Παγκόσμια) Ημέρα του ~ιού (11 Δεκεμβρίου). Θηλάζω/μεγαλώνω/ταΐζω το ~ (βλ. βρέφος, μωρό, νεογέννητο). Σχέσεις γονέων-~ιών. Ασφάλεια των ~ιών στο διαδίκτυο. Δημιουργική απασχόληση ~ιών. Συναισθηματική υποστήριξη των καρκινοπαθών ~ιών. Βιβλία/παιχνίδια για ~ιά. Βλ. παιδάκι, παιδαρέλι, παίδαρος, διαβολό-, βουτυρό-, τρελό-παιδο.|| (ειδικότ.) Έχασε το ~ (= απέβαλε). Προστασία του αγέννητου ~ιού. Πβ. έμβρυο. 2. γιος ή κόρη κάποιου· απόγονος: βιολογικό (= φυσικό) ~. Γέννησε/έφερε στον κόσμο το πρώτο της/ένα υγιέστατο ~. Πατέρας τριών ~ιών. Το αγάπησαν σαν πραγματικό τους ~ (: υιοθετημένο ~). Δεν έκανε/έχει ~ιά (= δεν τεκνοποίησε). Πβ. τέκνο. Βλ. στερνοπαίδι.|| (για ζώα) Η γάτα και τα ~ιά της (πβ. νεογνό). 3. άνθρωπος νεαρής συνήθ. ηλικίας· αγόρι (για σχέση): Είναι καλό/χρυσό ~.|| (για νεαρό άτομο εντυπωσιακά όμορφο) Τι ~ είναι αυτό! Πβ. κούκλος, παίδαρος· κούκλα, κορίτσαρος.|| Γνώρισα ένα ~. Τα έχω/τα έφτιαξα με ένα ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ως οικεία προσφώνηση προς άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας: Καλώς τα ~ιά! ~ιά, ησυχία! 5. ενήλικος που παρουσιάζει στοιχεία παιδικότητας: Είναι ένα μεγάλο ~ (: αθώος, ειλικρινής, απλός, απροσποίητος). (μειωτ.) Μη γίνεσαι/μην είσαι ~ (πβ. ανώριμος, αφελής, εύπιστος)! 6. (+ γεν.) (μτφ.) γέννημα, θρέμμα· δημιούργημα: (για πρόσ.) Είναι ~ της εκκλησίας/της εποχής του/της μεταπολίτευσης.|| ~ της ανάγκης/του καπιταλισμού. Πβ. προϊόν. ΣΥΝ. τέκνο (2) 7. (σε καταστήματα, γραφεία, εστιατόρια) νεαρός υπάλληλος που εκτελεί δευτερεύουσες, βοηθητικές εργασίες: ~, να παραγγείλουμε (πβ. γκαρσόν);|| (συχνά χιουμορ.-ειρων.) ~ για όλες τις δουλειές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ώρα του παιδιού: (συνήθ. για κατάσταση, δραστηριότητα) που δεν αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα και προσοχή: Λίγο έλειψε το μάθημα να γίνει ~ ~., κέντρο προστασίας παιδιών: ίδρυμα που παρέχει φιλοξενία, εκπαίδευση και ψυχαγωγία σε ανήλικα άτομα 3-12 ετών, τα οποία αποδεδειγμένα στερούνται οικογενειακής προστασίας. ΣΥΝ. παιδόπολη, παιδί/τέκνο του λαού (προφ.): λαϊκός άνθρωπος: γνήσιο ~ ~. [< γαλλ. enfant du peuple] , παιδιά των φαναριών: αυτά που επαιτούν, πουλούν ή προσφέρουν κάποια υπηρεσία σε οδηγούς οχημάτων που έχουν σταματήσει σε φανάρια: τα ξυπόλυτα ~ ~., προβληματικό παιδί: με κινητικά ή/και διανοητικά προβλήματα., το τρομερό παιδί: νέος ή νέα που διακρίνεται για το μεγάλο του ταλέντο ή/και τους προκλητικούς, συχνά, νεωτερισμούς του/της: Είναι ~ ~ του κινηματογράφου/της λογοτεχνίας/της τέχνης. [< γαλλ. l'enfant terrible] , άνθρωπος/παιδί της πιάτσας βλ. πιάτσα, παιδί της μαμάς βλ. μαμά, παιδί του δρόμου βλ. δρόμος, παιδί του σωλήνα βλ. σωλήνας, παιδιά των λουλουδιών βλ. λουλούδι, παιδί-θαύμα βλ. θαύμα, παιδική κακοποίηση & κακοποίηση παιδιών βλ. κακοποίηση, προστατευόμενο μέλος/παιδί/τέκνο βλ. προστατευόμενος, σύνδρομο κακοποιημένου παιδιού βλ. σύνδρομο ● ΦΡ.: από παιδί: από την παιδική ηλικία: ~ ~ ασχολείται με τη μουσική. Πβ. παιδιόθεν., δικό μας παιδί: για κάποιον που κατάγεται από τον ίδιο με εμάς τόπο ή προέρχεται από τον ίδιο με εμάς επαγγελματικό, ιδεολογικό, πολιτικό χώρο ή με τον οποίο μας συνδέει φιλική ή άλλου είδους σχέση: Ζει τόσα χρόνια στη χώρα μας, που πλέον θεωρείται ~ ~., κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι: (ειρων.) για την αχαριστία των παιδιών προς τους γονείς., κρύβει ένα παιδί μέσα του (μτφ.): (για ενήλικο άτομο) τον χαρακτηρίζει παιδικότητα., ξαναγίνομαι παιδί (μτφ.): νιώθω και συμπεριφέρομαι σαν παιδί, κάνω πράγματα που αρμόζουν σε παιδιά., παιδί της μάνας/του πατέρα του: για αυτόν που μοιάζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά ή/και τη συμπεριφορά στη μητέρα ή τον πατέρα του αντίστοιχα., παιδί/παιδάκι μου: (οικ.-ειρων.) προσφώνηση προς άτομο κάθε ηλικίας η οποία συνήθ. δηλώνει εκνευρισμό ή ανησυχία: Σταμάτα να μιλάς συνέχεια, ρε ~! Τι έγινε, βρε/μωρέ ~; Είσαι με τα καλά σου/τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Τι λες, ρε ~ ~, αλήθεια;, παιδιά, σκυλιά (χιουμορ.): η οικογένεια ή οι οικογενειακές υποχρεώσεις: Είχαν στοιβάξει στο αυτοκίνητο ~ ~ και ομπρέλες.|| ~ ~ δεν έχει., περιμένει/περιμένουν παιδί: για γυναίκα που είναι έγκυος ή για ζευγάρι που πρόκειται να αποκτήσει παιδί: Περιμένει το πρώτο της ~., πιάνω παιδί: (για γυναίκα) μένω έγκυος: Δεν μπορεί/προσπαθεί να πιάσει ~., ρίχνω το παιδί (προφ.): κάνω έκτρωση., σαν μικρό/μωρό παιδί: για ενήλικο με παιδική ή/και ανώριμη συμπεριφορά: Γελούσε/έκλαιγε/χοροπηδούσε ~ ~. Έκανε ~ ~ από τη χαρά του. Πανηγύριζαν την πρόκριση σαν ~ά ~ιά.|| Μην κάνεις ~ ~!, τα παιδιά των παιδιών μου: τα εγγόνια ή γενικότ. οι απόγονοί μου: Το έργο αυτό θα μείνει κληρονομιά στα παιδιά σας και στα ~ ~ σας., του παιδιού μου το παιδί είναι δυο φορές παιδί μου (παροιμ.): για να δηλωθεί η μεγάλη αγάπη των παππούδων προς τα εγγόνια τους., των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν (παροιμ.): οι συνετοί άνθρωποι είναι προνοητικοί., αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί βλ. κλαίω, άσχημο παιδί στην κούνια, όμορφο στη ρούγα βλ. ρούγα, γαμώ τα παιδιά/τα άτομα βλ. γαμώ, κορίτσι/παιδί πράμα βλ. πράγμα, κρατάω το παιδί βλ. κρατώ, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, παιδί-κουμπί/βιολί βλ. βιολί, παραμύθι για (μικρά) παιδιά βλ. παραμύθι, σπέρνω παιδιά βλ. σπέρνω, στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου βλ. ζωή, το χρυσό παιδί/κορίτσι/αγόρι βλ. χρυσός, ύπνε που παίρνεις τα παιδιά (έλα πάρε και τούτο) βλ. ύπνος, χάνει η μάνα το παιδί (και το παιδί τη μάνα) βλ. μάνα ● βλ. παιδούλα [< μεσν. παιδίν]

πάτερ

πάτερ πά-τερ ουσ. (αρσ.) {κλητ. του πατήρ} (λόγ.): κυρ. σε προσφώνηση κληρικού: Τα σέβη μου, ~.|| (καταχρ.) Ο ~ (= πατήρ/πατέρας) της ενορίας. [< μεσν. πάτερ]

πατερικός

πατερικός, ή, ό πα-τε-ρι-κός επίθ.: ΕΚΚΛΗΣ. που σχετίζεται με τους Πατέρες της Εκκλησίας: ~ός: λόγος. ~ή: γραμματεία/διδασκαλία/θεολογία/σκέψη. ~ό: πνεύμα/φρόνημα. ~ές: αρχές/μελέτες/σπουδές. ~ά: βιβλία/κείμενα/συγγράμματα. [< μεσν. πατερικός]

πόλεμος

πόλεμος πό-λε-μος ουσ. (αρσ.) {-ου (συχνότ. λόγ.) -έμου | -έμων, -έμους} 1. ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε κράτη ή ομάδες, που θεωρούν ότι είναι κυρίαρχα/ες: αιματηρός/αμυντικός/εθνικοαπελευθερωτικός/εμφύλιος/επιθετικός/θερμός/κατακτητικός/μακροχρόνιος/νικηφόρος/προληπτικός/συμβατικός ~. ~ για την ανεξαρτησία/το πετρέλαιο. ~ μέχρις εσχάτων. Αιχμάλωτοι/απόμαχοι/βετεράνοι/θύματα/τραυματίες ~έμου. Η αφορμή/η αρχή/το τέλος (βλ. ανακωχή, εκεχειρία) του ~έμου. Oι ηττημένοι/νικητές του ~έμου. Επί ποδός/σε καιρό (λόγ. εν καιρώ)/στα πρόθυρα ~έμου. Διεξάγεται/ξέσπασε ~. Αποτράπηκε/εντείνεται/κλιμακώνεται/μαίνεται/συνεχίζεται ο ~. Κάνουν ~ο (= πολεμούν). Έχασαν/κέρδισαν τον ~ο. Χώρα που βρίσκεται/έχει εμπλακεί σε ~ο. Αντιτάχθηκαν/συμμετείχαν στον ~ο. Γύρισε από τον/πήγε στον/σκοτώθηκε στον ~ο.|| ~ συμμοριών.|| (ΙΣΤ.) Ο Ελληνοτουρκικός/Πελοποννησιακός ~. Ο Πρώτος/Δεύτερος Παγκόσμιος ~. Οι Βαλκανικοί/Ναπολεόντειοι/Περσικοί ~οι. Ο ~ του Κόλπου/των Έξι Ημερών. Πβ. μάχη, σύρραξη. Βλ. επίθεση, επιχείρηση, εχθροπραξία, πολιορκία. ΑΝΤ. ειρήνη (1) 2. (μτφ.) σκληρός αγώνας επικράτησης, ανταγωνισμός· αντιπαράθεση, διένεξη: ανηλεής/ανοιχτός/βρόμικος/υπόγειος ~ (για την τηλεθέαση). Εμπορικός/ιδεολογικός/κοινωνικός/οικονομικός ~. ~ φατριών. ~ προσφορών/συμφερόντων/τιμών. ~ λάσπης (= λασπο~). Πβ. λασπομαχία. Έχουν αποδυθεί/επιδοθεί σε ~ο ανακοινώσεων/δηλώσεων/εντυπώσεων.|| Μην ανοίγεις ~ο μαζί του! ΣΥΝ. σύγκρουση (2) 3. (μτφ.) έντονη προσπάθεια για την αντιμετώπιση και εξάλειψη προβλήματος: Ξεκίνησαν ~ο κατά της διαπλοκής/του καρκίνου/των μονοπωλίων/των ναρκωτικών/της τρομοκρατίας. Ο ~ εναντίον (= η καταπολέμηση) της διαφθοράς. Πβ. εκστρατεία, σταυροφορία. ΣΥΝ. αγώνας (1), μάχη (3), πάλη (2) ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος: στον οποίο γίνεται χρήση βιολογικών, πυρηνικών ή χημικών όπλων, αντίστοιχα. [< αγγλ. biological/nuclear/chemical war] , εγκληματίας πολέμου: άτομο που έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου: Η δίκη των ~ών ~., ηλεκτρονικός πόλεμος: χρήση σύγχρονου ηλεκτρονικού εξοπλισμού, με σκοπό τις παρεμβολές στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των εχθρικών συστημάτων (πλοήγησης, όρασης, ρίψης βομβών, ραντάρ) και την παρεμπόδιση της λειτουργίας τους. [< αγγλ. electronic warfare] , ψυχολογικός πόλεμος 1. συστηματική χρήση της προπαγάνδας από κάποιο κράτος, με σκοπό να καμφθεί το ηθικό του αντιπάλου. 2. πόλεμος νεύρων: Του ασκούν ~ό ~ο, για να παραιτηθεί. [< αγγλ. psychological warfare, 1940] , αιτία πολέμου βλ. αιτία, ακήρυχτος πόλεμος βλ. ακήρυχτος & ακήρυκτος, ανάπηρος πολέμου βλ. ανάπηρος, ανθρωπιστική επέμβαση βλ. επέμβαση, εγκλήματα πολέμου βλ. έγκλημα, ιερός/θρησκευτικός πόλεμος βλ. ιερός, ολοκληρωτικός πόλεμος βλ. ολοκληρωτικός, πόλεμος νεύρων βλ. νεύρα, πόλεμος των άστρων βλ. άστρο, πόλεμος/μάχη χαρακωμάτων βλ. χαράκωμα2, το τσεκούρι του πολέμου βλ. τσεκούρι, Τρωικός Πόλεμος βλ. τρωικός, Ψυχρός Πόλεμος βλ. ψυχρός ● ΦΡ.: κάνω πόλεμο σε κάποιον: συγκρούομαι ανοιχτά μαζί του: Της ~ουν ~ (= την πολεμούν), για να τη διώξουν., πόλεμος πατήρ πάντων: ΦΙΛΟΣ. η σύγκρουση μεταξύ των αντίθετων δυνάμεων που ενυπάρχουν στα πράγματα, είναι η γενεσιουργός δύναμη των όντων, η πηγή της ζωής., θέρος, τρύγος, πόλεμος βλ. θέρος1, κηρύσσω (τον) πόλεμο βλ. κηρύσσω & κηρύττω, τα τύμπανα του πολέμου βλ. τύμπανο [< 1: αρχ. πόλεμος 2,3: αγγλ. war, γαλλ. guerre]

πρωτεργάτης

πρωτεργάτης πρω-τερ-γά-της ουσ. (αρσ.), πρωτεργάτρια & (λόγ.) πρωτεργάτιδα (η): αυτός που παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην υλοποίηση έργου ή σκοπού: ~ του αγώνα/της επανάστασης/του κινήματος/της προσπάθειας. Πβ. μπροστάρης, πρωτοπόρος, σκαπανέας.|| (μειωτ.) Οι ~ες των επεισοδίων/του πραξικοπήματος. Πβ. πρωτ-αγωνιστής, -αίτιος. [< μεσν. πρωτεργάτης]

σκοτώνω

σκοτώνω σκο-τώ-νω ρ. (μτβ.) {σκότω-σα, σκοτώ-σει, -θηκε, -μένος, σκοτών-οντας} 1. αφαιρώ τη ζωή ανθρώπου ή ζώου: Ο δράστης πυροβόλησε και ~σε εν ψυχρώ το θύμα. Οδηγός παρέσυρε και ~σε πεζό (: από αμέλεια). Τους περικύκλωσαν και τους ~σαν. (ως απειλή) Mην κουνηθείς, θα σε ~σω.|| ~ονται άμαχοι. ~θηκε σε δυστύχημα/έκρηξη/ενέδρα/επιδρομή/επίθεση/καβγά/καταδίωξη/ληστεία/μάχη/συμπλοκή/τροχαίο. ~θηκε με το αυτοκίνητο/τη μοτοσικλέτα του. ~θηκε από βόμβα/ηλεκτροπληξία/νάρκη/πυρά/σφαίρες. ~θηκε πέφτοντας στο κενό (= αυτοκτόνησε). Φάλαινες ~μένες από λαθροθήρες. Πβ. δολοφονώ, θανατώνω, φονεύω. 2. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) πληγώνω σωματικά ή ψυχικά κάποιον, εξαντλώ: Πρόσεξε, θα με ~σεις (= χτυπήσεις)! Έπεσε και ~θηκε (= τσακίστηκε).|| Αυτή η δουλειά με ~ει (= εξουθενώνει). Η αναμονή με ~ει. Η φυγή του με ~σε (: με έκανε κομμάτια). Βλ. απογοητεύω, πικραίνω, στενοχωρώ.|| (κατ' επέκτ. στην αθλητική αργκό, εξουδετερώνω αντίπαλο:) Μας ~σαν τα τρίποντα. 3. (μτφ.-προφ.) καταστρέφω· ξεπουλώ: Το ντόπινγκ ~ει τον αθλητισμό.|| (χιουμορ., κυρ. για μουσικό, τραγουδιστή, αναγνώστη) Το ~σε το κομμάτι/το ποίημα. Πβ. εκτελώ, κατακρεουργώ, κατα~.|| Το ~σαν το οικόπεδο (: το πούλησαν κοψοχρονιά). Οι έμποροι ~ουν τις τιμές (: τις μειώνουν πολύ).σκοτώνει: γίνεται αιτία για την απώλεια της ζωής ανθρώπου ή άλλου ζωντανού οργανισμού: Η πείνα ~ εκατομμύρια παιδιά. Το νέφος/η ρύπανση ~ χιλιάδες πολίτες κάθε χρόνο. Τον ~σε το κρύο/ρεύμα. (ελλειπτ.) Τα εγκεφαλικά/εμφράγματα ~ουν. Πβ. ξεκάνω, ξεπαστρεύω. ● Παθ.: σκοτώνομαι (μτφ.-προφ.-εμφατ.) 1. δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο ή μεγάλη προθυμία για κάτι, ασχολούμαι εντατικά με αυτό: ~ στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Βγαίνει συχνά, δεν ~εται και στο διάβασμα. ~ονται ποιος θα φτάσει πρώτος (πβ. σπρώχν-, συναγωνίζ-ομαι). ~θηκε να μας περιποιηθεί/να προλάβει (πβ. σπεύδω, τσακίζομαι). Γύρισε ~μένος από την/στην κούραση (= πεθαμένος, ψόφιος). (ειρων.) Καλά, μη ~θείς κιόλας· δεν χρειάζεται να βιάζεσαι … 2. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον, τσακώνομαι: ~θηκα με τη φίλη μου· μαλλιά κουβάρια γίναμε. Είναι ~μένοι μεταξύ τους και δεν μιλιούνται. ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα (προφ.) : που δεν είναι έντονο, ζωηρό., μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα ● ΦΡ.: λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα: (μου συμπεριφέρεται) σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό: Με κοιτάζει/μου μιλάει ~ ~., ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό & (σπάν.) ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει (μτφ.): οι δυσκολίες ενισχύουν, ισχυροποιούν όποιον τις αντιμετωπίζει. [< γερμ. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker, αγγλ. what doesn't kill you makes you stronger] , σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) (προφ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) τον δέρνω ανελέητα. Πβ. σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο). 2. (κυριολ.) τον ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου., σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου (μτφ.): ασχολούμαι με κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για να περάσει ο χρόνος: ~ ~, μέχρι να πάει πέντε. Σκότωνε ~ του στο καφενείο της γειτονιάς. Πβ. χαζολογάω, χασομερώ. ΣΥΝ. τρώω την ώρα (1), βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι βλ. μυρμήγκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν βλ. άλογο [< μεσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτόω, σκοτῶ ‘τυφλώνω, ζαλίζω’, αγγλ. kill, γαλλ. tuer]

τεστ

τεστ ουσ. (ουδ.) {άκλ. κ. πληθ. -ς} 1. (επιστ.) ειδικός, τεκμηριωμένος έλεγχος για την εξαγωγή συμπερασμάτων: αντικειμενικό/αξιόπιστο ~. Η ακρίβεια/τα αποτελέσματα/η διάρκεια/η εγκυρότητα ενός ~. Επανάληψη του ~. Κάνω/πραγματοποιώ ένα ~.|| (ΙΑΤΡ., εξέταση:) Γενετικό/διαγνωστικό/προληπτικό ~. Προγεννητικά ~. ~ αίματος/γονιμότητας/δυσανεξίας (τροφών)/ούρων/χοληστερίνης. ~ για καρκίνο του προστάτη. Το ~ εγκυμοσύνης βγήκε αρνητικό/θετικό. Το ~ έδειξε ... (για αθλητή) Πέρασε από ~ ουσιών (= ντόπινγκ κοντρόλ).|| (ΨΥΧΟΛ.) Ατομικό/ομαδικό/ψυχολογικό ~. Ψυχομετρικά ~. ~ μνήμης/προσωπικότητας/συναισθηματικής νοημοσύνης.|| (ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ.) Κοινωνιομετρικό ~.|| (ΣΤΑΤΙΣΤ.) Στατιστικό ~. 2. ΠΑΙΔΑΓ. πρόχειρη και συνήθ. σύντομη εξέταση ύλης που έχει διδαχθεί· γενικότ. δοκιμασία αξιολόγησης γνώσεων ή/και δεξιοτήτων από δημόσιο ή πιστοποιημένο φορέα: απροειδοποίητο/γραπτό/δοκιμαστικό/δύσκολο/εύκολο/προφορικό/ωριαίο ~. ~ προόδου. ~ ερωτήσεων/πολλαπλών επιλογών/σωστό-λάθος. ~ στην άλγεβρα. Πήρα είκοσι στο ~ (της) χημείας. Πβ. διαγώνισμα.|| Κατατακτήριο ~. ~ γλωσσομάθειας/επαγγελματικού προσανατολισμού/επίδοσης/ικανοτήτων/πιστοποίησης. Απέτυχε στο/πέρασε το ~. Βλ. διαγωνισμός. 3. έλεγχος λειτουργίας ή απόδοσης, τεστάρισμα: ~ μηχανήματος.|| (μτφ.) Κρίσιμο ~ για την οικονομία η αυριανή συνεδρίαση. ● Υποκ.: τεστάκι (το): κυρ. στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: Παπ τεστ & τεστ Παπ & τεστ Παπανικολάου: ΙΑΤΡ. κυτταρολογική χρωστική μέθοδος για την ανίχνευση και διάγνωση κακοήθων ή προκαρκινικών αλλοιώσεων του τραχήλου της μήτρας. [< αμερικ. Pap(anicolaou) test, 1946, pap smear, 1952] , συγκριτικό τεστ: δοκιμή προϊόντων της ίδιας κατηγορίας από ειδικούς, με στόχο τη σύγκριση και τον εντοπισμό των πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων τους: ~ ~ εκτυπωτών/συστημάτων πλοήγησης/για φωτογραφικές μηχανές., τεστ αντοχής & στρες τεστ 1. έλεγχος της σταθερότητας και των ορίων συστήματος σε συνθήκες που υπερβαίνουν την ομαλή λειτουργία του μέχρι σημείου κατάρρευσης, με εφαρμογές στην πληροφορική και κυρ. την οικονομία: Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα υποβληθούν στο ~ ~ της ΕΚΤ. 2. ΙΑΤΡ. τεστ/δοκιμασία κοπώσεως. [< αγγλ. stress test, 1955] , Τεστ Γνώσεων και Δεξιοτήτων: γραπτή δοκιμασία για την αξιολόγηση γενικών και πρακτικών γνώσεων, που αφορά τους διαγωνισμούς οι οποίοι διενεργούνται από τον ΑΣΕΠ για διορισμό στο Δημόσιο., τεστ ντράιβ: δοκιμαστική οδήγηση οχήματος: ~ ~ στα νέα μοντέλα της εταιρείας. [< αγγλ. test-drive, 1950] , κρας τεστ βλ. κρας, τεστ νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, τεστ Ντι-Εν-Έι βλ. Ντι-Εν-Έι, τεστ πατρότητας βλ. πατρότητα, τεστ/δοκιμασία κοπώσεως βλ. κόπωση [< αγγλ. (mental) test, 1890, γαλλ. test, 1893 < λατ. testu(m) ‘κεραμικό δοχείο’]

φαμίλια

φαμίλια φα-μί-λια ουσ. (θηλ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) φαμελιά & (σπάν.) φαμιλιά: οικογένεια, συνήθ. πολυμελής. || (μτφ.) Πολιτικές ~ιες. Πβ. τζάκι.|| Μαφιόζικη ~. ~ιες του υποκόσμου. Πβ. μαφία. ● ΦΡ.: πάτερ φαμίλιας: 1. ο πατέρας ως κεφαλή της οικογένειας. 2. αυταρχικός πατέρας, αρχηγός: καταπιεστικός ~ ~.[< 1: λατ. pater familias 2: γαλλ. ~ ~, 1907] || Ο ~ ~ της ομάδας. [< μεσν. φαμελιά, φαμιλιά, ιταλ. famiglia]

χωράφι

χωράφι χω-ρά-φι ουσ. (ουδ.) {χωραφ-ιού | -ιών}: ιδιόκτητη εδαφική έκταση, προορισμένη συνήθ. για καλλιέργεια: άγονο/θερισμένο/σπαρμένο (βλ. σπαρτά)/χέρσο ~. Γειτονικά ~ια. ~ δύο στρεμμάτων. ~ια με αμπέλια (= αμπελοχώραφα)/ελιές. Βοτάνισμα/όργωμα (βλ. κυλίνδρισμα)/πότισμα του ~ιού. Τα όρια ενός ~ιού. Αγόρασε ένα ~ (βλ. αγροτεμάχιο). Έχει ~ια (: κτηματική περιουσία). Δουλεύει στα ~ια (= είναι αγρότης). Πβ. αγροκαλλιέργεια, αγρός. ΣΥΝ. κτήμα (1) ● Υποκ.: χωραφάκι (το) ● ΦΡ.: (κάτι) είναι έξω απ' τα χωράφια μου (μτφ.-προφ.): δεν είναι της αρμοδιότητάς μου, δεν με αφορά: Δεν ξέρω, είναι ~ ~., μπαίνω/εισβάλλω στα χωράφια κάποιου/σε ξένα χωράφια & σε ξένα οικόπεδα (μτφ.-προφ.): ανακατεύομαι σε ξένες υποθέσεις: Μην ~εις ~ του, γιατί θα βρεις τον μπελά σου. ΣΥΝ. φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν, χώνω τη μύτη/την ουρά/τη μούρη μου κάπου/παντού, χωράφι του πατέρα του (μτφ.-προφ.): για κάτι που πιστεύει αυθαίρετα κάποιος ότι του ανήκει, ότι είναι στη δικαιοδοσία του και μπορεί, επομένως, να το διαχειρίζεται όπως θέλει: Βλέπουν την υπόθεση ως ~ ~ τους. [< μτγν. χωράφιον 'μικρό κτήμα']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.