Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατρίδα πα-τρί-δα ουσ. (θηλ.) 1. & (λόγ.) πατρίς {πατρίδος}: η χώρα καταγωγής κάποιου· το έθνος, το κράτος ως ιδέα και αξία: τα ήθη και έθιμα/οι παραδόσεις/ο πολιτισμός/ο φυσικός πλούτος της ~ας μας. Αγάπη για την ~ (= φιλοπατρία). Λαός χωρίς ~ (βλ. άπατρις). Υπερασπίστηκαν την ~ τους. Αγωνίστηκαν/έπεσαν/θυσιάστηκαν για την ~. Υπηρετεί την ~ (: είναι στρατιώτης). (ευχετ.) Καλή ~ (: ενν. επιστροφή στην ~· βλ. επαναπατρισμός, ξένα). 2. (μτφ.) ο τόπος στον οποίο πρωτοεμφανίστηκε και ήκμασε κάτι: η ~ της δημοκρατίας/των Ολυμπιακών Αγώνων. H επιστήμη/τέχνη δεν έχει ~ (: αποτελεί καθολικό, πανανθρώπινο αγαθό). Πβ. λίκνο. ΣΥΝ. κοιτίδα 3. (οικ. προσφών.) συμπατριώτης, συντοπίτης: Γεια σου, ~! ● ΣΥΜΠΛ.: δεύτερη πατρίδα: χώρα ή τόπος όπου έχει μείνει κάποιος για μεγάλο χρονικό διάστημα ή/και με τον οποίο είναι συναισθηματικά δεμένος: Η ... είναι για μένα πια ~ ~. Έχει την ... (ως) ~ ~ του., η ιδιαίτερη πατρίδα (κάποιου): ο τόπος καταγωγής του: Κατεβαίνει βουλευτής στην ~ ~ του. Πβ. γενέτειρα., η μαμά/η μητέρα πατρίδα βλ. μαμά ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης βλ. οιωνός, όπου γης (και) πατρίς βλ. γη [< 1: αρχ. πατρίς]

γη

γη [γῆ] ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Γ) ο τρίτος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Άρη και την Αφροδίτη και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ζωής: ατμόσφαιρα/βιοποικιλότητα/δημιουργία/διάμετρος/δομή/επιφάνεια/εσωτερικό/ηλικία/ημισφαίρια/θερμοκρασία/κέντρο/κλίμα/μάζα/μανδύας/περιστροφή/πόλοι/πόροι (βλ. ορυκτός πλούτος)/πυρήνας/σύσταση/σφαιρικότητα/σχήμα (βλ. ελλειψοειδής)/τροχιά/φλοιός της Γης. Το βαρυτικό/μαγνητικό πεδίο της Γης. Η απόσταση του Ήλιου από τη ~. Αστροναύτης/διαστημόπλοιο/δορυφόρος που επέστρεψε στη ~. Οι εύκρατες/πολικές/τροπικές ζώνες της Γης. Ο δορυφόρος της Γης (: η Σελήνη). (Παγκόσμια) Ημέρα της Γης. Πβ. γήινη σφαίρα, υδρόγειος. 2. έδαφος, χώμα: άγονη/αμμώδης/άνυδρη/γόνιμη/εύφορη ~. Η καλλιέργεια/οι καρποί/η φροντίδα της γης.|| Γλώσσα γης (: τμήμα ξηράς που εισχωρεί στη θάλασσα). 3. τόπος, περιοχή: αττική/ελληνική/θρακική/κρητική/πατρική ~. ~ των προγόνων. Βλ. πατρίδα.|| (μτφ.) Μάνα-/μητέρα-~ (: η κοινή μητέρα, η πηγή ζωής). 4. εδαφική έκταση, κτήμα: αγροτική/αξιοποιήσιμη/γεωργική/δασική/δημόσια/έρημη/κοινόχρηστη/κρατική/οικοδομήσιμη ~. Εκτάσεις/κομμάτι/στρέμμα/τεμάχιο/χρήση γης. Αγοράζω/κατέχω ~. Αναδασώνουν την καμένη ~. Αναδασμός/αναδιανομή/απαλλοτρίωση/αξία/διάθεση/διαχείριση/ενοικίαση/ιδιοκτησία (= γαιοκτησία)/κατάληψη/καταπάτηση/πώληση της γης. Πβ. γαίες. Βλ. αγροτεμάχιο, χωράφι.|| Δύο/λίγα μέτρα γης (: ο τάφος). 5. ανθρωπότητα, κόσμος, οικουμένη: πολίτες της Γης (πβ. κοσμοπολίτης). Οι ισχυροί/τα κράτη/οι λαοί/ο πληθυσμός της γης.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Επί γης ειρήνη (: ο επίγειος κόσμος). ● ΣΥΜΠΛ.: Γη της Επαγγελίας (ΠΔ) (μτφ.): χώρα ή περιοχή που προσφέρει πλούτο και ευδαιμονία: Μετανάστες που αναζητούν τη ~ ~., γενέθλια γη βλ. γενέθλιος, η Ώρα της Γης βλ. ώρα, θηραϊκή γη βλ. θηραϊκός, καμένη γη βλ. καίω, μαγνητικός άξονας της Γης βλ. άξονας, μαύρη γη βλ. μαύρος, ξένη γη βλ. ξένος, Χάρτα της Γης βλ. χάρτα ● ΦΡ.: γη και ύδωρ (μτφ.-λόγ.): για να δηλωθεί απόλυτη υποταγή, ολοκληρωτική παράδοση: Δίνει ~ ~, για να κερδίσει την εύνοια των άλλων. , όπου γης: σε οποιοδήποτε μέρος της Γης, σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε: οι Έλληνες ~ ~ (= οι απανταχού Έλληνες)., όπου γης (και) πατρίς & (σπάν.) όπου γη (και) πατρίς: όταν κάποιος αισθάνεται σαν πατρίδα του τον εκάστοτε τόπο διαμονής του· κατ' επέκτ. για την ικανότητα προσαρμογής σε νέο τόπο: Πάντα υπήρξε πολίτης του κόσμου· ~ ~., όσο απέχει ο ουρανός από τη γη: για πολύ μεγάλη απόσταση ή κυρ. τεράστια διαφορά., πατάω (γερά) στη γη (μτφ.): αντιμετωπίζω την πραγματικότητα με ρεαλισμό: ~ ~ και έχω επίγνωση των δυνατοτήτων μου. ΑΝΤ. πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, απανταχού της Γης/της οικουμένης βλ. απανταχού, από προσώπου γης/από το πρόσωπο της γης βλ. πρόσωπο, γης Μαδιάμ βλ. Μαδιάμ, για όλο το χρυσάφι του κόσμου βλ. χρυσάφι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, κινώ γη και ουρανό βλ. κινώ, ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί βλ. ανοίγω, ο ομφαλός της Γης βλ. ομφαλός, σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) βλ. μήκος, στην άκρη/στα/ως τα πέρατα του κόσμου/της γης βλ. κόσμος, στον ουρανό το(ν) γύρευα/έψαχνα (και) στη γη το(ν) βρήκα βλ. γυρεύω, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας ● βλ. γαία [< αρχ. γῆ]

επαναπατρισμός

επαναπατρισμός [ἐπαναπατρισμός] ε-πα-να-πα-τρι-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επαναπατρίζω: ασφαλής/βίαιος/εθελοντικός/εκούσιος ~. ~ των μεταναστών.|| ~ κερδών/κεφαλαίων (: στη χώρα του κατόχου τους). Αίτημα για ~ό των αρχαιοτήτων. Πβ. επιστροφή. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. παλιννόστηση (1) ΑΝΤ. εκπατρισμός [< γαλλ. rapatriement]

μαμά

μαμά μα-μά ουσ. (θηλ.) {μαμάδες} (οικ.) : μητέρα: αφοσιωμένη ~. ~ και γιος/κόρη. Θέλω τη ~ μου! (: λέγεται από μικρό παιδί)|| (ως προσφών.) ~, κοίτα!|| (ως επιφών.) ~ μου, μια σφήκα! Βλ. χαζο~. ΣΥΝ. μάνα (1) ● Υποκ.: μαμάκα & μαμακούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η μαμά/η μητέρα πατρίδα (συνήθ. ειρων.): γενέτειρα: Υπηρετεί τη ~ ~ (= κάνει τη θητεία του)., παιδί της μαμάς: μαμόθρεφτος. ● ΦΡ.: κρέμεται/κρύβεται πίσω/δεν ξεκολλά από τη φούστα της μαμάς του (μτφ.-προφ.): είναι μαμόθρεφτος. Βλ. παιδί της μαμάς. [< μεσν. μάμμα – παλαιότ. ορθογρ. μαμμά]

οιωνός

οιωνός [οἰωνός] οι-ω-νός ουσ. (αρσ.) 1. (στην αρχαιότητα) πτηνό που χρησιμοποιούσαν οι μάντεις, για να προφητεύσουν τα μελλούμενα· κατ' επέκτ. κάθε προφητικό σημάδι και κυρ. φυσικό φαινόμενο που πιστεύεται ότι προμηνύει το μέλλον: θεϊκός/καλός/κακός ~. ~ κακοτυχίας. Πβ. σημείο. Βλ. πρόληψη. 2. (μτφ.) καθετί το οποίο χρησιμεύει ως ένδειξη για το τι πρόκειται να συμβεί ή επιτρέπει προβλέψεις: ~ εξελίξεων. Το πρωτάθλημα ξεκίνησε με τους καλύτερους ~ούς (πβ. προοπτική). Πβ. προάγγελος, προανάκρουσμα, προμήνυμα. ● ΦΡ.: εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης: η υπεράσπιση της πατρίδας αποτελεί το ύψιστο ιδανικό. [< αρχ. οἰωνός ‘πουλί, προφητεία, σημάδι’]

πίστη

πίστη πί-στη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις} 1. αποδοχή της ορθότητας ή της ύπαρξης ενός πράγματος: απόλυτη/σταθερή ~. Η λαϊκή ~. ~ στην αιώνια ζωή/σε υπερφυσικά φαινόμενα. Πανάρχαιες ~εις (= δοξασίες). Είναι (ευρέως) διαδεδομένη/διάχυτη η ~ ότι ... 2. αποδοχή της ύπαρξης ανώτατου όντος, προσήλωση σε θρησκεία ή δόγμα και κυρ. ειδικότ. στον Χριστιανισμό: (ΘΡΗΣΚ.) εβραϊκή/ειδωλολατρική/θρησκευτική ~. ~ στον βουδισμό.|| Προτεσταντική/ρωμαιοκαθολική ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. Έχει βαθιά ~ στον Θεό. Δοκιμάστηκε/κλονίστηκε η ~ του. Απαρνήθηκε/έχασε/ξαναβρήκε/ομολόγησε την ~ του. Μαρτύρησε για την ~ του. Βλ. ορθοδοξία. ΑΝΤ. απιστία (3) 3. βεβαιότητα, σιγουριά (ότι κάτι υπάρχει ή μπορεί να υπάρξει): ακλόνητη/ακράδαντη ~. ~ για/σε ένα καλύτερο αύριο. ~ για την πρόκριση. Έχει ~ στην πρόοδο. Εξέφρασε την ~ του ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. 4. αφοσίωση, προσήλωση, σταθερότητα, συνέπεια: ~ σε αξίες και ιδανικά/αρχές. Ορκίστηκε ~ στο Σύνταγμα και τους νόμους.|| Ερωτική ~. 5. εμπιστοσύνη: ισχυρή/στέρεη/τυφλή ~. ~ σε υποσχέσεις. Έχει ~ στις δυνάμεις/στον εαυτό/στις ικανότητές του (= αυτοπεποίθηση). Έδειξε ~ στις δυνατότητές τους. 6. ΟΙΚΟΝ. πράξη μεταβίβασης κεφαλαίου από ένα (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο σε άλλο, με την πεποίθηση ότι θα επιστραφεί με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί (χρόνος, τόπος, επιτόκιο): τραπεζική ~. Εμπορική/επαγγελματική/επιχειρηματική/κτηματική/ναυτική ~. Πβ. πίστωση. Βλ. δάνειο, χρηματοδότηση. 7. (σπάν.) αξιοπιστία, φερεγγυότητα: Εταιρεία που έχει αποκαταστήσει την ~ της στην αγορά. ● ΣΥΜΠΛ.: αγροτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείων στον αγροτικό τομέα από αρμόδια τράπεζα με ευνοϊκούς όρους και σε εναρμόνιση με την κρατική αγροτική πολιτική., βιομηχανική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με πίστωση από τράπεζα σε βιομηχανική επιχείρηση για αγορά πρώτων υλών ή μηχανολογικού εξοπλισμού, δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, ανάληψη παραγωγικών επενδύσεων., κακή πίστη: απουσία αξιοπιστίας, ύπαρξη δόλου, κακής πρόθεσης: Βρίσκεται σε ~ ~. Με ~ ~/(λόγ.) κακή τη πίστει (= κακοπροαίρετα). ΣΥΝ. κακοπιστία (2), καλή πίστη: εντιμότητα, απουσία δόλου, καλή πρόθεση, συνήθ. σε συναλλαγές: άνθρωπος ~ής ~εως (πβ. καλόπιστος). Κίνηση/πνεύμα/στάση ~ής ~εως. ~ ~ μεταξύ του εργοδότη και του εργαζόμενου. Ενεργώ/πράττω με ~ ~/(λόγ.) καλή τη πίστει (= καλοπροαίρετα). ΣΥΝ. καλοπιστία, καταναλωτική πίστη: ΟΙΚΟΝ. παροχή δανείου με σκοπό κυρ. την αγορά καταναλωτικών αγαθών ή την αντιμετώπιση προσωπικών εξόδων. [< αγγλ. consumer credit, 1925] , στεγαστική πίστη: ΟΙΚΟΝ. χορήγηση δανείου με σκοπό την αγορά ακινήτου., συζυγική πίστη: αμοιβαία δέσμευση των συζύγων να μην έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις: Πρόδωσε τη ~ ~., Σύμβολο της Πίστεως & της Πίστης: ΕΚΚΛΗΣ. σύντομο κείμενο με δώδεκα άρθρα που αποτελεί ομολογία της χριστιανικής πίστης: απαγγελία του ~όλου ~. ΣΥΝ. Πιστεύω (το), άρθρο πίστεως βλ. άρθρο, ομολογία πίστεως βλ. ομολογία ● ΦΡ.: (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) 1. (ειρων.) πήγε χαμένος: Ο κόπος μας πήγε/τα χρήματά μας πήγαν ~ ~! 2. (λόγ.) για την υπεράσπιση των ιδανικών της χριστιανικής πίστης και της πατρίδας. ΣΥΝ. υπέρ βωμών και εστιών, δίνω πίστη σε κάτι: το πιστεύω: Μη ~εις ~ σε διαδόσεις/φήμες!, μα την πίστη μου! (προφ.): ως όρκος ή για δήλωση έκπληξης: ~ ~ (= ορκίζομαι), δεν είδα τίποτα!|| ~ ~, δεν καταλαβαίνω γιατί το έκανε., μου άλλαξε/μου έβγαλε τον αδόξαστο/την πίστη/την Παναγία βλ. αδόξαστος, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά βλ. βουνό [< αρχ. πίστις 6: αγγλ. credit, γαλλ. crédit]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.