πατριάρχης πα-τρι-άρ-χης ουσ. (αρσ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. Π) πρόσωπο που κατέχει τον ανώτατο τίτλο του Αρχιεπισκόπου Ορθόδοξης Εκκλησίας ή αρχηγού αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. θειότατος, -άρχης.2. ΘΡΗΣΚ. (στην Παλαιά Διαθήκη) αρχηγός φυλής του Ισραήλ· καθένας από τους προπάτορες του ανθρώπινου γένους. 3. (παλαιότ.) αρχηγός πατριάς, γένους, φυλής∙ η κεφαλή της ευρύτερης οικογένειας. 4. (σπάν.-μτφ.) θεμελιωτής, δημιουργός: ~ του ρεμπέτικου. Πβ. γενάρχης, ιδρυτής, πατέρας. ● ΣΥΜΠΛ.: Οικουμενικός Πατριάρχης: ΕΚΚΛΗΣ. ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. Παναγιότατος, πνευματικός ηγέτης. [< 1,2,3: μτγν. πατριάρχης 4: αγγλ. patriarch, γαλλ. patriarche]
θειότατος
θειότατος, η, ο θει-ό-τα-τος επίθ. (συνήθ. με κεφαλ. Θ) ΕΚΚΛΗΣ. 1. προσφώνηση Πατριάρχη, ιδ. των Πατριαρχών Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων: Η Αυτού ~άτη Μακαριότης/Παναγιότης.2. (εμφατ.) άγιος: ο ~ Απόστολος Παύλος. ~οι Πατέρες της Εκκλησίας. ~ο μυστήριο (πβ. ιερότατο). [< μεσν. θειότατος]
Παναγιότατος
Παναγιότατος Πα-να-γι-ό-τα-τος επίθ./ουσ. & (λόγ.) Παναγιώτατος (επιτατ.): ΕΚΚΛΗΣ. τιμητική προσφώνηση κυρ. του Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και των Μητροπολιτών Θεσσαλονίκης, Μονεμβασίας και Σπάρτης, στην εκκλησιαστική τους περιφέρεια. [< μεσν. παναγιώτατος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.