Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατρικός , ή, ό πα-τρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον πατέρα ή προέρχεται από αυτόν: ο ~ ρόλος. Η ~ή οικογένεια (: ο πατέρας, η μητέρα και τα άγαμα αδέλφια). ~ή: ευχή/περιουσία/στοργή/φιγούρα. ~ό: ένστικτο/πρότυπο. ~ές: συμβουλές. ~ά: γονίδια/καθήκοντα. Βλ. μητρικός. 2. (κατ' επέκτ.) προγονικός: η ~ή γη/κληρονομιά. Τα ~ά εδάφη/χώματα. Πβ. πάτριος. 3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον, η προστατευτικότητα, η στοργικότητα που δείχνει ένας καλός πατέρας: Με ~ό τόνο/~ό ύφος. Τρέφει γι' αυτή ~ά αισθήματα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Με τις ~ές ευλογίες του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου ... 4. ΠΛΗΡΟΦ. γονικός. ● Ουσ.: πατρικό (το) 1. το σπίτι όπου ζει ή έζησε κάποιος με τους γονείς (και τα αδέλφια) του ή που κληρονόμησε από αυτούς: Μένει ακόμα στο ~ του. 2. το οικογενειακό όνομα παντρεμένης γυναίκας, σε αντιδιαστολή προς το συζυγικό της επώνυμο: Κράτησε το ~ της. Βλ. πατρωνυμικό. ● επίρρ.: πατρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1,2,3: αρχ. πατρικός, γαλλ. paternel]

πατρωνυμικό

πατρωνυμικό πα-τρω-νυ-μι-κό ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. κύριο όνομα, συνήθ. επώνυμο, που παράγεται κυρ. από το βαφτιστικό του πατέρα και δηλώνει την καταγωγή από αυτόν: π.χ. Βασιλειάδ-ης/-ου (: γιος ή κόρη του Βασιλείου). Βλ. ανδρωνυμικό, πατρικό. [< μτγν. πατρωνυμικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.