πατρικός , ή, ό πα-τρι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον πατέρα ή προέρχεται από αυτόν: ο ~ ρόλος. Η ~ή οικογένεια (: ο πατέρας, η μητέρα και τα άγαμα αδέλφια). ~ή: ευχή/περιουσία/στοργή/φιγούρα. ~ό: ένστικτο/πρότυπο. ~ές: συμβουλές. ~ά: γονίδια/καθήκοντα. Βλ. μητρικός.2. (κατ' επέκτ.) προγονικός: η ~ή γη/κληρονομιά. Τα ~ά εδάφη/χώματα. Πβ. πάτριος.3. (μτφ.) που τον χαρακτηρίζει το ενδιαφέρον, η προστατευτικότητα, η στοργικότητα που δείχνει ένας καλός πατέρας: Με ~ό τόνο/~ό ύφος. Τρέφει γι' αυτή ~ά αισθήματα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Με τις ~ές ευλογίες του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτου ...4. ΠΛΗΡΟΦ. γονικός. ● Ουσ.: πατρικό (το) 1. το σπίτι όπου ζει ή έζησε κάποιος με τους γονείς (και τα αδέλφια) του ή που κληρονόμησε από αυτούς: Μένει ακόμα στο ~ του.2. το οικογενειακό όνομα παντρεμένης γυναίκας, σε αντιδιαστολή προς το συζυγικό της επώνυμο: Κράτησε το ~ της. Βλ. πατρωνυμικό. ● επίρρ.: πατρικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< 1,2,3: αρχ. πατρικός, γαλλ. paternel]
πατρωνυμικό
πατρωνυμικό πα-τρω-νυ-μι-κό ουσ. (ουδ.): ΓΛΩΣΣ. κύριο όνομα, συνήθ. επώνυμο, που παράγεται κυρ. από το βαφτιστικό του πατέρα και δηλώνει την καταγωγή από αυτόν: π.χ. Βασιλειάδ-ης/-ου (: γιος ή κόρη του Βασιλείου). Βλ. ανδρωνυμικό, πατρικό. [< μτγν. πατρωνυμικός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.