Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατριώτης πα-τρι-ώ-της ουσ. (αρσ.) , πατριώτισσα (η) 1. πρόσωπο που αγαπά την πατρίδα του: αγνός/ανιδιοτελής/γνήσιος/ένθερμος/ενθουσιώδης/φλογερός ~. Πβ. πατριδολάτρης. Βλ. υπερ~, ψευτο~. ΣΥΝ. φιλόπατρις 2. (λαϊκό) πρόσωπο που κατάγεται από την ίδια περιοχή με κάποιον άλλο· συμπατριώτης, συμπολίτης, συγχωριανός ή συντοπίτης: (οικ. προσφών.) Γεια σου, (ρε) ~η! ● Υποκ.: πατριωτάκι (το): μόνο στη σημ. 2. [< 1: γαλλ. patriote, αγγλ. patriot 2: αρχ. πατριώτης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.