Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατρώος , α, ο [πατρῷος] πα-τρώ-ος επίθ. (λόγ.): που παραδίδεται, προέρχεται από τους προγόνους ή αναφέρεται σε αυτούς: ~α: γη/θρησκεία. ~οι: θεοί. ~α: εδάφη/ήθη. Πβ. πάτριος, πατρογονικός, πατροπαράδοτος. Βλ. -ώος. [< αρχ. πατρῷος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.