Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατσαβούρα πα-τσα-βού-ρα ουσ. (θηλ.) & πατσαβούρι (το) (προφ.) 1. κουρέλι που χρησιμοποιείται κυρ. για καθάρισμα. Πβ. ξεσκονόπανο. 2. (μτφ.-υβριστ.) γυναίκα με άσχημη εμφάνιση ή ανήθικη, χυδαία συμπεριφορά. 3. παλιοφυλλάδα. 4. (μτφ.-μειωτ.) καθετί, κυρ. από ύφασμα ή χαρτί, που είναι παλιό, άχρηστο. [< βεν. spazzadura]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.