Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πατ κιουτ επίρρ. (προφ.): γρήγορα, αμέσως, χωρίς χρονοτριβή: Ξεμπέρδεψα/τελείωσα (στο) ~.|| (κ. σπάν. ως επίθ.) ~ εκδρομή. Πβ. στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στο πιτς-φιτίλι, στο τσακ μπαμ. [< τουρκ. pat küt]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.