παχυδερμία πα-χυ-δερ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αναισθησία, αναλγησία, απάθεια: πολιτική ~. Η ~ των αρμοδίων. Βλ. οχαδερφισμός. ΣΥΝ. παχυδερμισμός 2. ΙΑΤΡ. ανώμαλη πάχυνση του δέρματος σε συγκεκριμένη περιοχή του σώματος. Βλ. ελεφαντίαση, λειχηνοποίηση, σκληρόδερμα. [< 2: αρχ. παχυδερμία, γαλλ. pachydermie, αγγλ. pachydermia]
ελεφαντίαση
ελεφαντίαση [ἐλεφαντίαση] ε-λε-φα-ντί-α-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. νόσος του λεμφικού συστήματος με χαρακτηριστικά συμπτώματα την παθολογική υπερτροφία και πάχυνση συνήθ. του δέρματος των άκρων και των έξω γεννητικών οργάνων: ~ του όσχεου. Βλ. -ίαση.2. (σπάν.-μτφ.) γιγαντισμός, υδροκεφαλισμός. [< μτγν. ἐλεφαντίασις, γαλλ. éléphantiasis, αγγλ. elephantiasis]
οχαδερφισμός
οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.