Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παχυδερμία πα-χυ-δερ-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αναισθησία, αναλγησία, απάθεια: πολιτική ~. Η ~ των αρμοδίων. Βλ. οχαδερφισμός. ΣΥΝ. παχυδερμισμός 2. ΙΑΤΡ. ανώμαλη πάχυνση του δέρματος σε συγκεκριμένη περιοχή του σώματος. Βλ. ελεφαντίαση, λειχηνοποίηση, σκληρόδερμα. [< 2: αρχ. παχυδερμία, γαλλ. pachydermie, αγγλ. pachydermia]

ελεφαντίαση

ελεφαντίαση [ἐλεφαντίαση] ε-λε-φα-ντί-α-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. νόσος του λεμφικού συστήματος με χαρακτηριστικά συμπτώματα την παθολογική υπερτροφία και πάχυνση συνήθ. του δέρματος των άκρων και των έξω γεννητικών οργάνων: ~ του όσχεου. Βλ. -ίαση. 2. (σπάν.-μτφ.) γιγαντισμός, υδροκεφαλισμός. [< μτγν. ἐλεφαντίασις, γαλλ. éléphantiasis, αγγλ. elephantiasis]

οχαδερφισμός

οχαδερφισμός [ὀχαδερφισμός] ο-χα-δερ-φι-σμός ουσ. (αρσ.) & ωχαδερφισμός & ωχαδελφισμός & (σπάν.) οχαδελφισμός: στάση απάθειας και αδιαφορίας, αποποίηση ευθυνών: ~ και αποχή από τα κοινά. Βλ. -ισμός. ΣΥΝ. ζαμανφουτισμός

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.