Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • παχύρρευστος , η, ο πα-χύρ-ρευ-στος επίθ. & παχύρευστος: (για υγρά) που είναι πυκνός ως προς τη σύστασή του και ρέει αργά: ~ος: χυλός. ~η: κρέμα/μάζα/μορφή/ουσία/σάλτσα/υφή. ~ο: έκκριμα/λάδι/μείγμα/σιρόπι. ΣΥΝ. πηχτός (2), πυκνόρρευστος ΑΝΤ. αραιός (1), λεπτόρρευστος [< γερμ. dickflüßig]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.