Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • παχύς , ιά, ύ πα-χύς επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. παχεία | παχ-ύ (προφ.) -ιού (λόγ.) -έος | -ιοί (λόγ.) -είς, (θηλ.) -ιές (λόγ.) -είες, (ουδ.) -ιά (λόγ.) -έα, -ιών (αρσ. κ. ουδ. λόγ.) -έων (θηλ. λόγ. -ειών) | παχύτ-ερος, -ατος} 1. (για πρόσ.) παχύσαρκος, χοντρός: ~ιά: γυναίκα. ~ιά: παιδιά. Κοντός και ~. Βλ. τετράπαχος. ΑΝΤ. αδύνατος (1), ισχνός (2), λεπτός (1), λιπόσαρκος 2. που το πάχος του είναι μεγαλύτερο από το κανονικό: ~ύς: κορμός (δέντρου). ~ιά: γραμμή/σκόνη/στρώση (σοκολάτας). ~ύ: στρώμα (μπογιάς)/φύλλο (ζύμης)/χιόνι. ~ιές: φέτες (ψωμιού).|| ~ύς: λαιμός. ~ιά: μύτη. ~ύ: δέρμα. ~ιά: δάχτυλα/χείλη (= σαρκώδη).|| ~ύς: ίσκιος (= βαθύς). ~ιά: γενειάδα/γούνα (ζώου)/ομίχλη. ~ύ: μουστάκι/τρίχωμα. ~ιά: σύννεφα/φρύδια. Πβ. πυκνός. ΣΥΝ. χοντρός (2) ΑΝΤ. λεπτός (1) 3. πλούσιος σε λιπαρά και κατ' επέκτ. θερμίδες: ~ιά: κρέατα (: αρνίσιο, κατσικίσιο, χοιρινό)/τυριά (: κίτρινα τυριά, φέτα)/ψάρια (: γαύρος, σαρδέλα, σκουμπρί, σολομός, τσιπούρα). Πβ. λιπαρός, ολόπαχος. ΑΝΤ. άπαχος 4. (μτφ.-προφ.) που αφορά μεγάλα χρηματικά ποσά ή φανερώνει πλούτο: ~ιά: αμοιβή (= παχυλή). Πελάτες με ~ιές τσέπες (= βαθιές)/~ιά πορτοφόλια. ΣΥΝ. χοντρός (5) 5. παχύρρευστος, πηχτός: ~ιά: σάλτσα/σούπα. ΑΝΤ. αραιός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια βλ. λόγια, παχύ έντερο βλ. έντερο ● ΦΡ.: περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων βλ. αγελάδα [< αρχ. παχύς]
  • παχυσαρκία πα-χυ-σαρ-κί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. υπερβολική αύξηση του σωματικού βάρους λόγω υπέρμετρης συσσώρευσης λίπους: κακοήθης/νοσογόνος/παιδική ~. Γενετικά καθορισμένη προδιάθεση/τάση για ~. Οι καρδιαγγειακές παθήσεις συχνά συνδέονται με την ~. Πβ. πάχος. [< γαλλ. obésité]
  • παχύσαρκος , η, ο πα-χύ-σαρ-κος επίθ.: ΙΑΤΡ. που πάσχει από παχυσαρκία, χοντρός: ~α: παιδιά. Μέτρια/σοβαρά ~. (ως ουσ.) Αυξάνεται το ποσοστό των ~ων. Πβ. υπέρβαρος. ΣΥΝ. παχύς (1) ΑΝΤ. αδύνατος (1), λιπόσαρκος [< μτγν. παχύσαρκος 'που έχει ανθεκτικές ίνες', γαλλ. obèse]

αγελάδα

αγελάδα [ἀγελάδα] α-γε-λά-δα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γελάδα 1. το θηλυκό του βοδιού μετά την πρώτη γέννα: άσπρη/γαλακτοφόρος/μαύρη/παχιά ~. (Νωπό/παστεριωμένο/φρέσκο) γάλα/κοπριά/μαστάρια ~ας. Το μικρό της ~ας (= το μοσχάρι). ~ες γαλακτοπαραγωγής/ελευθέρας βοσκής/κρεατοπαραγωγής. Αρμέγω/εκτρέφω ~ες. Οι ~ες βόσκουν/μηρυκάζουν/μουκανίζουν. Αρμεκτήρια ~ων. Πβ. δαμάλα.|| (ειρων.) Έχει το βλέμμα της ~ας (: πνευματικά νωθρό άτομο). Βλ. ταύρος. 2. (μτφ.-υβριστ.) για παχύσαρκη, άχαρη και δυσκίνητη γυναίκα. Πβ. χοντρός. ● Υποκ.: αγελαδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ασθένεια/νόσος των τρελών αγελάδων & (προφ.) τρελές αγελάδες: ΚΤΗΝ. σπογγώδης εγκεφαλοπάθεια των βοοειδών. [< αγγλ. mad cow disease, 1988] , ιερή αγελάδα (μτφ.): πρόσωπο, θεσμός, ζήτημα που κανείς δεν τολμά να θίξει. [< αγγλ. sacred cow, 1910, γερμ. heilige Kuh] ● ΦΡ.: βρήκε (α)γελάδα ν' αρμέγει (μτφ.): για κάποιον που απομυζά, εκμεταλλεύεται πρόσωπα ή καταστάσεις. ΣΥΝ. βρήκε τον μήνα που τρέφει τους έντεκα, περίοδος/εποχή (των) ισχνών/παχιών αγελάδων (εσφαλμ. παχέων): περίοδος φτώχειας/ευμάρειας: Άρχισε/ήρθε/πέρασε/συνεχίζεται/τέλειωσε η ~ ~. Βλ. τότε που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. [< μεσν. αγελάδα]

έντερο

έντερο [ἔντερο] έ-ντε-ρο ουσ. (ουδ.) {εντέρ-ου}: ΑΝΑΤ. το τμήμα του πεπτικού σωλήνα που βρίσκεται μετά το στομάχι και φτάνει μέχρι τον πρωκτό: λεπτό (βλ. δωδεκαδάκτυλο, νήστιδα, ειλεός) ~. Διαταραχές (βλ. διάρροια, δυσκοιλιότητα, μετεωρισμός)/κολικοί/παθήσεις (βλ. εντερ-, εντεροκολ-, κολ-, περιτον-ίτιδα)/παράσιτα (βλ. ασκαρίδα, κολοβακτηρίδιο) του ~ου. (Περισταλτικές) κινήσεις/συσπάσεις του ~ου/των ~ων. Βλ. πέψη. ΣΥΝ. άντερο ● έντερα (τα): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. εντόσθια ζώου: χοιρινά ~. ~ αρνιού. Γλυκάδια, συκωταριά και ~. Πβ. σπλάχνα. Βλ. γαρδούμπα, κοκορέτσι. ● Υποκ.: εντεράκια & (λαϊκό-προφ.) αντεράκια (τα): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. Ψιλοκόβουμε τα ~ και τα συκωτάκια. ● ΣΥΜΠΛ.: παχύ έντερο: ΑΝΑΤ. το κατώτερο τμήμα του εντέρου που περιλαμβάνει το τυφλό, το κόλον, το ορθό και τον πρωκτικό σωλήνα: καρκίνος/πολύποδες (του) ~έος ~ου., σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου: ΙΑΤΡ. χρόνια, υποτροπιάζουσα, λειτουργική διαταραχή του παχέος εντέρου χωρίς σαφή οργανικά αίτια που εκδηλώνεται με κοιλιακό πόνο, δυσφορία, τυμπανισμό και παθολογική λειτουργία κένωσης· σπαστική κολίτιδα. [< αγγλ. irritable bowel syndrome, 1943] , εντερικά αέρια/αέρια (του εντέρου) βλ. αέριο, τυφλό (έντερο) βλ. τυφλός [< αρχ. ἔντερον]

λόγια

λόγια λό-για ουσ. (ουδ.) (τα) 1. σύνολο λέξεων, φράσεων με τις οποίες εκφράζεται κάποιος προφορικά ή γραπτά· ό,τι λέει κάποιος: αισχρά (= αισχρολογίες)/ακαταλαβίστικα (= αλαμπουρνέζικα, κινέζικα, κορακίστικα)/ανόητα (= ανοησίες, αρλούμπες, κουραφέξαλα, μπακατέλες, μπαρούφες, σαχλαμάρες, φληναφήματα)/ανούσια (= αερολογίες, μπουρμπουλήθρες, παπαρδέλες, παπαριές, παρλαπίπες, πομφόλυγες, φούσκες)/απαξιωτικά/απειλητικά (= απειλές)/απερίσκεπτα/άσκοπα/ασυνάρτητα (= ασυναρτησίες)/βαθυστόχαστα/βαρύγδουπα/εγκωμιαστικά/ευγενικά/ευχάριστα (: ωραιολογίες)/ζεστά/ηχηρά/θερμά/καθησυχαστικά/κενά (/άδεια = κενολογίες)/κλούβια/κολακευτικά (= κολακείες)/κούφια/ξάστερα/όμορφα/παραπλανητικά/παρηγορητικά/περιττά (= περιττολογίες)/πικρά/προσβλητικά/προφητικά/σκληρά/σκόρπια/σοφά (βλ. ρήση)/συγκινητικά/χιλιοειπωμένα/ψεύτικα ~. ~ αγάπης/γεμάτα κακία/της στιγμής. Με ~ απλά και κατανοητά. Πες το με δικά σου ~. Παρανόησες/παρεξήγησες τα ~ μου. Αντάλλαξαν βαριά ~ (= κουβέντες). Για πρόσεχε τα ~ σου! Πβ. λεγόμενα, λεχθέντα. Βλ. βρομό-, γλυκό-, ερωτό-, μισό-, προστυχό-, τρυφερό-λογα.|| Ο ηθοποιός ξέχασε τα ~ του (: το κείμενο).|| Τα ~ (= οι στίχοι) ενός τραγουδιού. 2. (ειδικότ.) ανεκπλήρωτες υποσχέσεις· δηλώσεις: Φτάνουν πια τα ~! Είναι μόνο/όλο ~. Από ~ χορτάσαμε. Μη βασίζεσαι στα ~ του. 3. (ειδικότ.) διαδόσεις, φήμες: Ακούγονται πολλά ~. Μη δίνεις σημασία στα ~ του κόσμου! 4. (ειδικότ.) κουβέντα, συζήτηση, προφορικός λόγος (σε αντίθεση με την πρακτική εφαρμογή): με έργα και λόγια/με λόγια και έργα. Καιρός να περάσουμε από τα ~ στα έργα (πβ. θεωρία). Με τα ~ δεν καταφέρνουμε τίποτα. Είναι εύκολο στα ~ (= να το λες. ΑΝΤ. στην πράξη). Στα ~ όλα γίνονται. Υπάρχει ανάπτυξη/ισότητα μόνο στα ~ (βλ. θεωρητικά, υποθετικά· ΑΝΤ. πρακτικά). Η συμφωνία έχει κλειστεί μόνο στα ~ (= στο κουβεντιαστό, στο μιλητό). ● Υποκ.: λογάκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλα λόγια & παχιά/(σπάν.) παχυλά λόγια: υπερβολικές δηλώσεις, πομπώδεις εξαγγελίες, συνήθ. πολιτικών: Ο λαός δεν πιστεύει πια στα ~ ~. Μη λες ~ ~ (πβ. μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις)! Βλ. μεγαλοστομία. ● ΦΡ.: (κάποιος/κάτι) μένει στα λόγια (προφ.): δεν πραγματοποιεί αυτό που έχει δεσμευτεί ή δηλώσει ότι θα κάνει· δεν υλοποιείται, παραμένει σε επίπεδο εξαγγελιών: Δεν θα μείνει ~, αλλά θα προχωρήσει σε πράξεις.|| Το έργο/μέτρο έμεινε ~. Πβ. στα χαρτιά., βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου (προφ.): ισχυρίζομαι ότι είπε κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει: Μη βάζεις στο στόμα μου λόγια που δεν είπα., βάζω λόγια (σε κάποιον) (προφ.): διαβάλλω, συκοφαντώ κάποιον σε οικείο του πρόσωπο, με σκοπό να προκαλέσω διχόνοια μεταξύ τους: Δεν έχεις καταλάβει ότι σου ~ει ~ για μένα/εναντίον μου, για να τσακωθούμε; Βλ. βάζω/σπέρνω/ενσπείρω ζιζάνια., δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια (προφ.): οι λέξεις δεν επαρκούν, για να εκφράσω κάτι, συνήθ. πολύ θετικό: ~ ~ (για) να σ' ευχαριστήσω! Τι να πω, ~ ~!, δεν παίρνει από λόγια (προφ.): δεν είναι διαλλακτικός, συζητήσιμος, δεν δέχεται συμβουλές ή υποδείξεις. Βλ. ξεροκέφαλος, πεισματάρης., ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια (προφ.): διαπληκτίστηκαν, μάλωσαν, καβγάδισαν. Πβ. λογοφέρνω, τσακώνομαι., κρύβε λόγια & (σπάν.) κράτα λόγια (προφ.): ως προτροπή στον συνομιλητή να μην προβεί σε αποκαλύψεις ή να μην αναφέρει πράγματα που δεν συμφέρουν τον ομιλητή: ~ ~ που σου λέω! ~ ~, γιατί προδίδεσαι., λίγα λόγια και καλά (προφ.): προτροπή σε κάποιον τα λόγια του να είναι σύντομα και με ουσία: Άσε τις φλυαρίες, ~ ~., με άλλα λόγια & μ' άλλα λόγια (προφ.) & (απαρχαιωμ.) εν άλλοις λόγοις: για να μιλήσουμε ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές· δηλαδή: ~ ~, η κατάσταση είναι πολύ κρίσιμη.|| ~ ~, μου λες ότι θες να φύγεις. Έτσι δεν είναι;, με λίγα/δυο λόγια & μ' ένα λόγο (προφ.): πολύ σύντομα, συνοπτικά: ~ ~ (= εν ολίγοις, κοντολογίς), ήθελα να πω ότι ... Εξήγησέ/περίγραψέ/πες το μου ~ ~! Τι σημαίνει, ~ ~, αυτό; Πβ. διά βραχέων. ΣΥΝ. εν συντομία, ο καθένας/ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια (παροιμ.): για κάποιον που σχεδιάζει ή υπόσχεται πολλά, αλλά δεν τα πραγματοποιεί., τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι (παροιμ.): για να τονιστεί η αξία της λακωνικότητας ή της σιωπής, ανάλογα με την περίπτωση. Πβ. η σιωπή είναι χρυσός., χάνω τα λόγια μου (προφ.) 1. τα μπερδεύω, δεν μπορώ να εκφραστώ λόγω σύγχυσης: Όταν τον κοιτάζω, ~ ~. Απ' το άγχος, ~σε ~ του. 2. & (σπάν.) ξοδεύω τα λόγια μου: μιλώ σε κάποιον άσκοπα, χωρίς ανταπόκριση: Μη συνεχίζεις, άδικα χάνεις τα ~ σου μαζί του. Πβ. μιλώ στον αέρα.|| Τα λόγια μου πήγαν χαμένα., (τα λόγια πετούν,) τα γραπτά μένουν βλ. γραπτός, άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε βλ. αγαπώ, αλλάζει τα λόγια του βλ. αλλάζω, έρχομαι στα λόγια (κάποιου) βλ. έρχομαι, λίγα τα λόγια σου/λίγα λόγια βλ. λίγος, λόγια της καραβάνας βλ. καραβάνα, λόγια του αέρα βλ. αέρας, μασάω τα λόγια μου/τα μασάω βλ. μασώ, μετράω τα λόγια μου βλ. μετρώ, μετρημένα τα λόγια σου! βλ. μετρημένος, μπερδεύω τα λόγια μου/τη γλώσσα μου/τα μπερδεύω βλ. μπερδεύω, παίρνω λόγια (από κάποιον) βλ. παίρνω, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια βλ. φτώχεια, τέτοια ώρα/τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια βλ. τέτοιος [< μτγν. λόγια] ΛΟΓΙΑ

τετράπαχος

τετράπαχος, η, ο τε-τρά-πα-χος επίθ. (προφ.-εμφατ.): υπερβολικά παχύς: Έχει γίνει ~ από το φαΐ.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.