Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεζεβέγκης πε-ζε-βέ-γκης ουσ. (αρσ.) {πεζεβέγκηδες} & μπεζεβέγκης (ιδιωμ.) 1. (υβριστ.) αισχρός, αχρείος, φαύλος. 2. (παρωχ.) προαγωγός, μαστρωπός. [< μεσν. (θηλ.) πεζεβέγκισσα, τουρκ. pezevenk]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.