πεζοδρόμιο πε-ζο-δρό-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. πλευρικό τμήμα δρόμου, ελαφρώς υπερυψωμένο και συνήθ. πλακοστρωμένο, το οποίο προορίζεται για την κυκλοφορία των πεζών: αριστερό/δεξί/στενό/φαρδύ ~. Το κράσπεδο/οι πλάκες/το ρείθρο του ~ίου. Άδεια χρήσης ~ίου για τραπεζοκαθίσματα. Στην άκρη του ~ίου. Ανάπλαση/διαπλάτυνση/(ανα)κατασκευή/κατάληψη (από μηχανάκια)/συντήρηση ~ίων. Ζαρντινιέρες/παγκάκια/παράνομο παρκάρισμα/φύτευση δέντρων στα ~α. Ανεβαίνω/περπατώ στο ~. Περνώ από το ένα ~ στο άλλο/στο απέναντι (= αλλάζω ~). Βλ. -δρόμιο, νησίδα.2. (προφ.) οι συνθήκες ζωής που χαρακτηρίζουν τα πιο φτωχά και περιθωριοποιημένα κοινωνικά στρώματα ή τον υπόκοσμο: Μεγάλωσε στο ~. Το ~ με δίδαξε πολλά. Έβγαλα το πανεπιστήμιο του ~ίου (: αποκόμισα σημαντικές εμπειρίες, ζώντας σε αυτό το περιβάλλον). Πβ. (κοινωνικό) περιθώριο. ● ΦΡ.: κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο (προφ.): εκπορνεύεται. ΣΥΝ. βγήκε στο κλαρί (1), βγήκε στο κουρμπέτι (1), βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα (2), του πεζοδρομίου (μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι χαμηλού επιπέδου, χυδαίο ή ταιριάζει στον υπόκοσμο: εκφράσεις/πολιτική/συζήτηση ~ ~. Γυναίκα ~ ~ (= πόρνη· πβ. (γυναίκα) του δρόμου). [< μεσν. πεζοδρόμιον 'αγώνας δρόμου πεζών', γερμ. Fussgängerweg, γαλλ. trottoir]
-δρόμιο
-δρόμιο {-δρόμιου (λόγ.) -δρομίου | -δρομίων} λεξικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που δηλώνει 1. περιοχή προσγείωσης και απογείωσης αεροσκαφών: αερο~/ελικο~/υδατο~.|| (αεροδιαστημικό κέντρο:) Kοσμο~. 2. εγκαταστάσεις για τη διεξαγωγή συγκεκριμένου αγωνίσματος: ιππο~/παγο~/ποδηλατο~/χιονο~.3. χώρο κίνησης των πεζών: πεζο~.4. συγκεκριμένο εκκλησιαστικό βιβλίο: κυριακο~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.