Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεζοπορία πε-ζο-πο-ρί-α ουσ. (θηλ.): περπάτημα∙ κυρ. ειδικότ. πορεία στη φύση με τα πόδια, συνήθ. για μεγάλη απόσταση, με σκοπό την ψυχαγωγία και την εκγύμναση: Πβ. ποδαρόδρομος.|| Απλή/ορεινή (= ορειβασία) ~. Διαδρομή/παπούτσια/σακίδιο ~ας. Λάτρεις της ~ας. Πβ. οδοιπορία, τρέκινγκ. Βλ. ανάβαση, περιήγηση. [< μτγν. πεζοπορία]

ανάβαση

ανάβαση [ἀνάβαση] α-νά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. ανέβασμα, σκαρφάλωμα, αναρρίχηση: δύσκολη/επικίνδυνη/ομαδική/πεζοπορική ~. Έκαναν/πραγµατοποίησαν ~ στην κορυφή του βουνού. Βλ. διάσχιση. ΑΝΤ. κατάβαση (1) 2. (ειδικότ.) ράλι σε ανηφορική διαδρομή: ~ αγωνιστικών αυτοκινήτων. [< 1: αρχ. ἀνάβασις, αγγλ. climb 2: αγγλ. climb race]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.