Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεθαίνω πε-θαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πέθαν-α, πεθα-μένος, πεθαίν-οντας} 1. παύω να ζω, σταματούν οι βιολογικές μου λειτουργίες: ~ε ακαριαία (= άφησε την τελευταία του πνοή, έμεινε στον τόπο, ξεψύχησε)/νέος/στην αφάνεια/στον δρόμο/στο νοσοκομείο/στη φυλακή. ~ε (= πήγε) από έμφραγμα. Πβ. έσβησε, έφυγε από τη ζωή, τα κακάρωσε, τα τέζαρε, τα τίναξε.|| Θέλω να πεθάνω (= φύγω) με αξιοπρέπεια/όρθιος.|| ~αν (= έδωσαν τη ζωή τους, θυσιάστηκαν) για την πατρίδα τους. 2. (μτφ.-επιτατ.) έχω έντονη επιθυμία ή πάθος για κάποιον ή κάτι· μου αρέσει υπερβολικά: ~ για σένα. ~ για διακοπές/σοκολάτα/σένα.|| ~ει (= τρελαίνεται, ψοφάει) για κομπλιμέντα/κουτσομπολιό. 3. (μτφ.-επιτατ.) για να δηλωθεί υπερβολή: ~ από περιέργεια (= είμαι πολύ περίεργος) να μάθω τι έγινε. ~ από τη ζέστη/το κρύο. ~ει από έρωτα για εκείνη. ~α στα γέλια/στο κλάμα. ~ε από τον πόνο (= πόνεσε πάρα πολύ). Κόντεψα να πεθάνω από τον φόβο μου. ~α για να το φτιάξω (= κουράστηκα πολύ, μου βγήκε ο πάτος). Έχω πεθάνει (= σκοτωθεί) στη δουλειά. 4. (μτφ.-επιτατ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον ή του προκαλώ έντονο πόνο: Με έχει πεθάνει (= ζαλίσει) στην πολυλογία. Με ~αν (= με κούρασαν) οι αναμονές.|| Με ~ει η κοιλιά/μέση μου. 5. προκαλώ τον θάνατο κάποιου: Τον ~αν τον άνθρωπο.|| (μτφ.-επιτατ.) Θα με πεθάνει (= ξεκάνει) με αυτά που κάνει.πεθαίνει (μτφ.): χάνεται: Η ελπίδα ~ τελευταία. Η μουσική του ποτέ δεν θα πεθάνει. Ο έρωτάς τους ~ε (= έσβησε).|| Υδροβιότοποι που ~ουν σιγά σιγά (πβ. αργο~, αργοσβήνω, φθίνω). ● ΦΡ.: δεν θα (πέσω να) πεθάνω (κιόλας) & (σπάν.) δεν θ' αρρωστήσω & όχι και να (πέσω να) πεθάνω για ... (προφ.): ως έκφρ. που δηλώνει ότι δεν αξίζει να στενοχωριόμαστε ή να κουραζόμαστε υπερβολικά για κάτι: ~ ~, επειδή χάσαμε. Ό,τι θέλει ας γίνει, ~ ~. Ε, όχι και να ~ ~ για χάρη του., έπεσε/έχει πέσει να πεθάνει (προφ.-επιτατ.): στενοχωρήθηκε πάρα πολύ: Δεν έγραψε καλά και ~ ~., έχει πεθάνει/πέθανε/είναι πεθαμένος για μένα & έχει τελειώσει/τελείωσε/είναι τελειωμένος (μτφ.-προφ.): παύει να με ενδιαφέρει πια, τον έχω διαγράψει από τη ζωή μου., ζει (ή πέθανε); βλ. ζω1, η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε βλ. εγχείρηση, όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει βλ. μέλλει, πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα βλ. δίψα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα βλ. πείνα, πέθανε/έμεινε στην ψάθα βλ. ψάθα [< μεσν. πεθαίνω]

δίψα

δίψα δί-ψα ουσ. (θηλ.) 1. ΦΥΣΙΟΛ. η ανάγκη λήψης υγρού, κυρ. νερού: Το αίσθημα της πείνας και της ~ας. To αλάτι προκαλεί ~. Βλ. αφυδάτωση, πολυδιψία.|| (εμφατ.) Κόλλησε/ξεράθηκε/στέγνωσε το στόμα μου από τη ~. Υποφέρει από ~. Έχω μια ~! 2. (μτφ.) ακατανίκητη επιθυμία: ασίγαστη/κρυφή/πνευματική ~. ~ για αγάπη/δουλειά/ζωή/μάθηση. H ~ της γνώσης. Πβ. διακαής πόθος, θέληση, λαχτάρα.|| (αρνητ. συνυποδ.) Aκόρεστη ~ για αίμα/δόξα/τίτλους/χρήμα. Δεν ικανοποίησε τη ~ του για εκδίκηση. Τίποτα δεν μπορεί να σβήσει τη ~ τους για την εξουσία (: το πάθος). ΣΥΝ. πείνα (3) ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: πεθαίνω της δίψας/από τη δίψα/στη δίψα: διψώ πάρα πολύ. [< αρχ. δίψα]

εγχείρηση

εγχείρηση [ἐγχείρηση] εγ-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & εγχείριση: ΙΑΤΡ. επέμβαση με χειρουργικά εργαλεία στο σώμα ανθρώπου για θεραπευτικούς ή επανορθωτικούς σκοπούς: αναίμακτη/λεπτή/πλαστική/ρομποτική/σοβαρή ~. ~ σκωληκοειδίτιδας/στήθους. ~ στο γόνατο. ~ με λέιζερ/ολική ή τοπική αναισθησία. Αλλεπάλληλες/πολλαπλές ~ήσεις. Έκανε ~/υποβλήθηκε σε ~ (= χειρουργήθηκε). ● Υποκ.: εγχειρησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς: χειρουργική επέμβαση στην καρδιά κατά την οποία η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα γίνεται εξωσωματικά με αντλία., πλαστική εγχείρηση/επέμβαση βλ. πλαστικός ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι έγινε με άψογο τρόπο, αλλά κατέληξε σε αποτυχία. [< αρχ. ἐγχείρησις ‘επιχείρηση, απόπειρα’, γαλλ. opération (chirurgicale)]

ζω1

ζω1 [ζῶ] ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ζεις ..., μτχ. ζων, ζώσα, ζων (βλ. λ.) | ζούσα, έζη-σα, ζή-σω, ζώντας} 1. έχω ζωή ως οργανισμός· παραμένω ζωντανός: ~σε πολλά χρόνια/ως τα βαθιά γεράματα. -Πότε ~σε; - ~σε τον 19ο αι. Η ελιά ζει αιώνες (βλ. αιωνόβιος). Ένας σκύλος μπορεί να ~σει από 12 ως 17 χρόνια. Ζει (= αναπνέει, ανασαίνει, είναι ζωντανός) ακόμη, δεν έχει ξεψυχήσει. Αν και βαριά τραυματισμένος, τελικά ~σε (= επιβίωσε). Τον άφησε να ~σει (: δεν τον σκότωσε). Όσο ~, μαθαίνω. (σε όρκους:) Να μη ~σω, αν ...! (παρενθετικά, σε παράκληση:) Πες μου, να ~σεις, τι βλέπεις εκεί;|| Η ψυχή ζει αιώνια.|| (μτφ.) Θα ζει (= μείνει) για πάντα στις καρδιές/στη μνήμη μας (: δεν θα τον ξεχάσουμε). Ο ... ζει (: για προσωπικότητα, που συνεχίζει να ασκεί επιρροή και μετά θάνατον). ΑΝΤ. πεθαίνω (1) 2. διαμένω, κατοικώ· ειδικότ. συμβιώνω με κάποιον: ~ στο εξωτερικό/στην επαρχία/στο κέντρο/στα περίχωρα/στα προάστια/σε χωριό. ~ σε διαμέρισμα/μεζονέτα/πολυκατοικία. Ζει μόνος.|| ~ με την αδερφή (πβ. συγκατοικώ)/με τους γονείς/με τη φίλη μου (πβ. συζώ).|| (για ζώα) Ζουν στα δάση/στις λίμνες. 3. συντηρούμαι ή συντηρώ κάποιον, εξασφαλίζοντας αρκετά χρήματα για φαγητό, στέγη, ρουχισμό: ~ από τη δουλειά/τα εισοδήματά/τις οικονομίες μου. Ζει με δανεικά/χαρτζιλίκι. Ζει εις/σε βάρος μας. Τα λεφτά που παίρνει δεν φτάνουν για να ~σει (πβ. φυτοζωώ, ψευτοζώ).|| Προσπαθεί να ~σει τα παιδιά της με έναν μισθό. Τον ζουν οι γονείς του. Πβ. (δια)τρέφω. 4. ακολουθώ έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής: Ζει έντονα/επικίνδυνα/υγιεινά/φτωχικά. Ζούσαν ειρηνικά. Ζει σαν αγρίμι/άρχοντας/βασιλιάς/ερημίτης/πασάς. Ζει (= διάγει) (μια) άνετη/ήρεμη/μοναχική/μονότονη/πολυτελή ζωή. Ζει μέσα στη βρομιά/στα πλούτη/στη χλιδή. ~ για το θέατρο/τα παιδιά μου/το σήμερα/το τώρα.|| Ζουν σε αγέλη (: για ζώα)/κοπαδιαστά (: για ψάρια)/σε σμήνη (: για πουλιά). 5. βιώνω εμπειρία ή συναίσθημα, ειδικότ. με ένταση, σε βάθος: ~ την κάθε ημέρα σαν να είναι η τελευταία (: έντονα και συνειδητά). ~ καθημερινά ένα δράμα. Έχει ~σει τον έρωτα (πβ. γεύομαι, γνωρίζω, δοκιμάζω). ~σαμε (= περάσαμε) την Κατοχή/την πείνα/τον πόλεμο/τη φτώχεια. ~σαμε σκηνές πανικού και φρίκης. ~σαν από κοντά την τραγωδία. ~σαν από πρώτο χέρι τα δραματικά γεγονότα. ~σε τη χαρά της επιστροφής στην πατρίδα. Τον έχω ~σει από κοντά και τον ξέρω.|| ~ (= απολαμβάνω) την κάθε στιγμή/το όνειρό μου. Άσε με να ~σω, μη με καταπιέζεις! Ζει τον ρόλο του (: ταυτίζεται με αυτόν). ● ΦΡ.: ... ζεις, εσύ μας οδηγείς!: ως σύνθημα για αποθανόντα ηγέτη ή (συν)αγωνιστή κυρ. σε πολιτικές πορείες ή γήπεδα., έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα: στερεότυπη φράση που σηματοδοτεί το αίσιο τέλος παραμυθιού: Οι δύο νέοι παντρεύτηκαν και ~ ~.|| (κατ' επέκτ.) Το πρόβλημα λύθηκε και ~ ~., ζει (ή πέθανε); (προφ.): για πρόσωπο που δεν δίνει σημεία ζωής: Τον έχουμε χάσει από την παρέα· ~ ~; Έλα, τι έγινες, ζεις;, ζει σε άλλη εποχή (προφ.-ειρων.): είναι εκτός πραγματικότητας, δεν συμβαδίζει με τις σύγχρονες τάσεις., να ζει κανείς ή να μη ζει;: ως φιλοσοφικό ερώτημα: ~ ~ (ιδού η απορία). [< αγγλ. tο be or not to be] , να ζήσεις/να (σου) ζήσει!: ως ευχή σε κάποιον για τον ίδιο ή για το παιδί του: (για εορτάζοντα) Χρόνια σου πολλά! ~ ~ και να ευτυχήσεις! Να σου/σας ζήσει (: το παιδί)!|| (για νεόνυμφους:) Να ζήσετε! Να σας ζήσουν!, πού ζεις; (οικ.-ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι εκτός τόπου και χρόνου: Δεν το ξέρεις; Μα καλά ~ ~;, (ζουν) κάτω από την ίδια στέγη βλ. στέγη, από τον Άρη κατέβηκε;/στον Άρη ζει; βλ. Άρης, βαριέμαι που ζω βλ. βαριέμαι, είναι/ζει στον κόσμο του/στον δικό του κόσμο/σε άλλο κόσμο/στην κοσμάρα του βλ. κόσμος, ζει και βασιλεύει (και τον κόσμο κυριεύει) βλ. βασιλεύω, ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) βλ. Μάης, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, ζω/μένω/είμαι στη σκιά βλ. σκιά, ζω/τη βγάζω/περνώ σπαρτιάτικα βλ. σπαρτιατικός, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, ξέρει να ζει (τη ζωή του/της) βλ. ξέρω, ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος βλ. άρτος, πετάει/ζει/βρίσκεται στα σύννεφα βλ. πετώ, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι ● βλ. ζην, ζήτω [< αρχ. ζῶ]

μέλλει

μέλλει μέλ-λει ρ. (αμτβ.) {μόνο σε ενεστ. κ. παρατ.} & μέλλεται: πρόκειται, είναι μοιραίο, αναπόφευκτο: ~ει/~εται να γίνει. Το πολιτικό σκηνικό ~ να αλλάξει δραματικά.|| Ποιος να το φανταζόταν αυτό που του 'μελλε να πάθει! ● ΦΡ.: όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει & άμα σου μέλλει να πνιγείς, ποτέ σου δεν πεθαίνεις (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι ο τρόπος θανάτου ενός ανθρώπου θεωρείται προκαθορισμένος από τη μοίρα., τι μέλλει γενέσθαι βλ. γενέσθαι [< αρχ. μέλλει]

πείνα

πείνα [πεῖνα] πεί-να ουσ. (θηλ.) 1. αίσθημα έντονης ανάγκης για κατανάλωση τροφής: ακόρεστη ~. Κορεσμός ~ας. Το αίσθημα της ~ας. Ικανοποιώ/χορταίνω την ~ μου. Γουργουρίζει η κοιλιά μου από την ~. Βλ. αφαγία, όρεξη.|| (προφ.-επιτατ.) Έχω μία ~/κάτι ~ες (= πεινώ πάρα πολύ). 2. χρόνιος υποσιτισμός του πληθυσμού μιας περιοχής: το ζήτημα/το πρόβλημα της ~ας (στον Τρίτο Κόσμο). Αντιμετώπιση/εξάλειψη/καταπολέμηση της ~ας. Μάχη ενάντια στην παγκόσμια ~. Θερίζει η ~. Χιλιάδες παιδιά πεθαίνουν από την ~ (= λιμοκτονούν). Πβ. ασιτία, λιμός, σιτοδεία. 3. (μτφ.) έλλειψη, στέρηση ή/και ακατανίκητη επιθυμία: πνευματική/σεξουαλική/συναισθηματική ~.|| ~ για δόξα/εξουσία/έρωτα/ζωή/μάθηση (πβ. λαχτάρα, πόθος). ΣΥΝ. δίψα (2) ● πείνας (μτφ.): για πολύ χαμηλές αποδοχές: μισθοί/συντάξεις (της) ~ (= φτώχειας). ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία πείνας/δίψας βλ. απεργία ● ΦΡ.: βρομούν τα χνότα του από την πείνα (μτφ.-προφ.) 1. πεινά πάρα πολύ. 2. είναι πολύ φτωχός., δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα (προφ.): πεινώ υπερβολικά., πεθαίνω/ψοφώ της πείνας/από την πείνα (προφ.): ψωμολυσσάω., πείνα και των γονέων (προφ.): έντονος υποσιτισμός, λιμοκτονία., με κόβει (η) λόρδα/πείνα βλ. λόρδα, ξεγελώ την πείνα μου βλ. ξεγελώ [< αρχ. πεῖνα]

ψάθα

ψάθα ψά-θα ουσ. (θηλ.) 1. πλέγμα από στελέχη φυτών που ανήκουν στα αγρωστώδη (κυρ. βούρλα, καλάμια), το οποίο χρησιμεύει για την κατασκευή διάφορων αντικειμένων· ειδικότ. λεπτό ψάθινο στρώμα για την παραλία ή ψάθινο χαλάκι (εισόδου οικίας): ξύλινη καρέκλα με ~. Καλάθι (βλ. πλεκτός)/καπέλο (βλ. ψαθάκι) από ~. Πβ. ψαθί. Βλ. άχυρο, μπαμπού.|| ~ θαλάσσης. (για λουόμενο:) Άπλωσε την/ξάπλωσε στην ~.|| ~ πατώματος. 2. ΒΟΤ. ποώδες, πολυετές, μονοκοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Typha latifolia), που ευδοκιμεί σε βάλτους· συνεκδ. το μακρύ και εύκαμπτο στέλεχός του. ΣΥΝ. τύφη 3. ΝΑΥΤ. (κυρ. παλαιότ.) μεγάλο πανί σε σχήμα τραπεζίου, στην πλώρη ιστιοφόρου. Βλ. ράντα1, σακολέβα, φλόκος. ● ΦΡ.: πέθανε/έμεινε στην ψάθα (προφ.): πέθανε ή απόμεινε μόνος ή/και πάμφτωχος. [< μεσν. ψάθα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.