Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πειραματικός , ή, ό πει-ρα-μα-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με το πείραμα: ~ός: έλεγχος/σχεδιασμός. ~ή: απόδειξη/διαδικασία/επαλήθευση/μέθοδος/μελέτη/έρευνα. ~ές: ασκήσεις/δραστηριότητες/μετρήσεις/συνθήκες (: ελεγχόμενες)/τεχνικές. ~ά: αποτελέσματα/δεδομένα. ~ή Ψυχολογία. ~ές Επιστήμες (: Βιολογία, Φυσική, Χημεία). Βλ. εργαστηριακός.|| ~ός: αντιδραστήρας/σταθμός. ~ό: εργαστήριο.|| ~ή: ομάδα (: που συμμετέχει σε πείραμα). 2. που εφαρμόζεται ακόμα δοκιμαστικά: ~ή: θεραπεία/λειτουργία. ~ό: αυτοκίνητο (: υβριδικό)/μοντέλο/πρόγραμμα. ~ές: εφαρμογές/συσκευές. Φάρμακο που βρίσκεται/παραμένει σε ~ό στάδιο (= ~ό φάρμακο). Πβ. δοκιμαστ-, πιλοτ-ικός. 3. που πειραματίζεται με νέες, καινοτόμες ιδέες ή τεχνικές: (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) ~ός: κινηματογράφος. ~ή: μουσική/(θεατρική) σκηνή/ταινία. ~ό: εργαστήρι Τέχνης/θέατρο. Πβ. πρωτοποριακός, σύγχρονος.|| (ΠΑΙΔΑΓ.) ~ή: διδασκαλία. ~ό: νηπιαγωγείο. Πβ. πρότυπος.|| Χρηματοδότηση ~ών δράσεων/ενεργειών στον τομέα της τεχνολογίας. Πβ. προοδευτικός.|| ~ή: αλιεία/καλλιέργεια (βλ. βιολογική, οργανική). ~οί: αγροί. ● επίρρ.: πειραματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ αποδεδειγμένο. Έχει διαπιστωθεί/επιβεβαιωθεί ~ ότι ...|| Υπηρεσία που λειτουργεί (προς το παρόν) ~ (= δοκιμαστικά). ● ΣΥΜΠΛ.: Πειραματικό Σχολείο & (προφ.) Πειραματικό: δημόσιο σχολείο το οποίο έχει ως βασικό σκοπό την προαγωγή της εκπαιδευτικής και ψυχοπαιδαγωγικής έρευνας, καθώς και την πρακτική άσκηση των φοιτητών των Παιδαγωγικών Τμημάτων και του εκπαιδευτικού προσωπικού της περιοχής στην οποία ανήκει. Βλ. πρότυπο σχολείο., πειραματική αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία [< γαλλ. expérimental]

αρχαιολογία

αρχαιολογία [ἀρχαιολογία] αρ-χαι-ο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Α) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη και κατανόηση του ανθρώπινου παρελθόντος (πολιτισμικού, κοινωνικού, θρησκευτικού), μέσα από την ανάλυση και διερεύνηση υλικών πολιτιστικών υπολειμμάτων, οικοδομημάτων, λειψάνων και άλλων ευρημάτων: προϊστορική/κλασική/ρωμαϊκή/(μετα)βυζαντινή/μεσαιωνική ~. Ιστορία-~. Βλ. ανασκαφή.|| (προφ., η Αρχαιολογική Υπηρεσία:) Έχω προβλήματα με την ~. Βλ. -λογία. 2. {σπανιότ. στον πληθ.} (μειωτ.) χαρακτηρισμός προσώπου μεγάλης ηλικίας ή συνήθ. πολύ παλιού, ξεπερασμένου, φθαρμένου πράγματος. Πβ. αντίκα, κουρελαρία, παλιατζούρα. ● ΣΥΜΠΛ.: βιομηχανική αρχαιολογία: κλάδος που έχει ως αντικείμενό του τη διάσωση και καταγραφή βιομηχανικών μνημείων. [< αγγλ. industrial archaeology, 1951] , πειραματική αρχαιολογία: που στοχεύει στην ερμηνεία και επιβεβαίωση αρχαιολογικών μαρτυριών, μέσω της διεξαγωγής ελεγχόμενων πειραμάτων. [< αγγλ. experimental archaeology] , περιβαλλοντική αρχαιολογία: που έχει ως αντικείμενο την ανασύνθεση των περιβαλλοντικών συνθηκών παλαιότερων εποχών και την κατανόηση της επίδρασης του ανθρώπου σε αυτές. [< αγγλ. environmental archaeology] , ψηφιακή αρχαιολογία: διαδικασία ανάκτησης πληροφοριών από απαρχαιωμένες και κατεστραμμένες πηγές δεδομένων. [< αγγλ. digital archaeology] , ενάλια αρχαιολογία βλ. ενάλιος [< 1: αρχ. ἀρχαιολογία, γαλλ. archéologie, γερμ. Archäologie, αγγλ. archaeology 2: γαλλ. antique, antiquité]

εργαστηριακός

εργαστηριακός, ή, ό [ἐργαστηριακός] ερ-γα-στη-ρι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με εργαστήριο, συνήθ. επιστημονικό: ~ός: βοηθός (: παρασκευαστής)/έλεγχος/εξοπλισμός. ~ή: έρευνα/Ιατρική/μέθοδος. ~ό: μάθημα/προσωπικό. ~οί: χώροι. ~ές: εξετάσεις. ~ά: ευρήματα/όργανα/πειράματα. ● επίρρ.: εργαστηριακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. ἐργαστηριακός ‘που εκτελεί χειρωνακτική εργασία’, αγγλ. laboratorial]

πρότυπο

πρότυπο πρό-τυ-πο ουσ. (ουδ.) {προτύπ-ου} 1. οτιδήποτε αποτελεί μοντέλο για την αναπαραγωγή ή κατασκευή άλλων πανομοιότυπων, παρόμοιων στοιχείων: ~ βιογραφικού σημειώματος/εξουσιοδότησης/υπεύθυνης δήλωσης. Περιοχή που θεωρείται ~ πράσινης ανάπτυξης. Ευρέως αναγνωρισμένα/έτοιμα ~α. ~α χρήσης των νέων τεχνολογιών/του χώρου. 2. (μτφ.) υποδειγματικό, θαυμαστό πρόσωπο, θεσμός ή κατάσταση που αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση: αρχιτεκτονικό/επιχειρηματικό/ευρωπαϊκό/καταναλωτικό/κυρίαρχο/σχεδιαστικό/τεχνικό ~ (πβ. υπόδειγμα). ~ ανθρώπου (βλ. εμβληματικός)/οικογενειάρχη/συζύγου. ~ εκπαίδευσης/εργασίας/ζωής/κομψότητας/ομορφιάς. Αρνητικά/διατροφικά/θετικά/παραδοσιακά/σύγχρονα/υγιή ~α. ~α συμπεριφοράς. Τον έχω/παίρνω σαν/ως ~. Είναι το ~ό μου. Σε έχω για ~. Κάτι λειτούργησε/χρησίμευσε σαν ~. Τα ~α των νέων (πβ. είδωλο, ίνδαλμα). Αποτελεί ~ για τη νεολαία. ~ σχέσης η οποία στηρίζεται στην αμοιβαία αγάπη. Οι διαφημίσεις/τα ΜΜΕ επιβάλλουν/προβάλλουν αισθητικά/κοινωνικά ~α. 3. ΤΕΧΝΟΛ. κανονισμός, κατευθυντήριες οδηγίες για την εκτέλεση, δημιουργία, διαμόρφωση προϊόντος, εφαρμογής, επιχείρησης και την εξασφάλιση της ποιότητας και ασφάλειας: διεθνές ~ ISO. Απαιτήσεις που θέτει το ~ ... Πιστοποιήθηκε σύμφωνα με το ~ ...|| (ΟΙΚΟΛ.) Βελτιωμένο ~ περιβαλλοντικής διαχείρισης. ~α εκπομπής ρύπων. ● ΣΥΜΠΛ.: Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης: ΛΟΓΙΣΤ. διεθνείς λογιστικοί κανόνες με βάση τους οποίους πρέπει να εναρμονίζονται οι επιχειρήσεις. [< αγγλ. International Financial Reporting Standards-IFRS] , εναρμονισμένα πρότυπα: που εγκρίνονται από αναγνωρισμένους οργανισμούς τυποποίησης και βασίζονται σε εντολές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής., πρότυπο/μοντέλο ρόλου: πρόσωπο που η συμπεριφορά του σε συγκεκριμένο ρόλο αποτελεί αντικείμενο μίμησης: ο δάσκαλος ως ~ ~. Βλ. καθοδηγητής, μέντορας. [< αγγλ. role model, 1947] , Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα βλ. λογιστικός [< μτγν. πρότυπον, γαλλ. modèle, αγγλ. standard]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.