Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πειραματισμός πει-ρα-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. προσπάθεια, εγχείρημα με αβέβαια αποτελέσματα: ~ στην τέχνη. ~ των μαθητών πάνω στα είδη του γραπτού λόγου (βλ. άσκηση, γύμνασμα). Εικαστικοί/καλλιτεχνικοί/μουσικοί ~οί. (αρνητ. συνυποδ.) Η κρισιμότητα της κατάστασης δεν επιτρέπει ~ούς. Βλ. δοκιμή. 2. επιστημονική μέθοδος έρευνας που βασίζεται στην πρόκληση και μελέτη φαινομένων. Πβ. πείραμα. Βλ. -ισμός. [< γαλλ. expérimentation]

άσκηση

άσκηση [ἄσκηση] ά-σκη-ση ουσ. (θηλ.) 1. συστηματική δραστηριότητα, σύνολο κινήσεων, ενεργειών για την απόκτηση ή ανάπτυξη δεξιοτήτων: (ΑΘΛ.) αερόβια/εναλλακτική/έντονη/επίπονη/κοπιαστική/σωματική/φυσιοθεραπευτική ~. Φυσική ~ (: για ενδυνάμωση των μυών ή διατήρηση του σώματος σε φόρμα) για άτομα με ειδικές ανάγκες/εγκύους. ~ήσεις ρυθμικής γυμναστικής/χαλάρωσης. ~ήσεις στην μπάρα. Όργανα/πρόγραμμα/στρώμα ~ήσεων. Πβ. άθληση, εκγύμναση, εξ~. Βλ. προ~, προπόνηση, σπορ.|| ~ αυτογνωσίας/μνήμης/υπομονής. Πνευματική ~ (βλ. καλλιέργεια, μόρφωση). 2. δοκιμασία, εφαρμογή και έλεγχος στην πράξη γνώσεων και τεχνικών που έχει διδαχθεί κάποιος: άλυτη/γραπτή/διδακτική/δύσκολη/επαναληπτική/εργαστηριακή/(ΙΑΤΡ.) κλινική/λυμένη/μαθηματική/προφορική ~. ~ ορθογραφίας/ορθοφωνίας/συμπλήρωσης κενού/χημείας. Ανάθεση/εκφώνηση/παράδοση ~ης. Βιωματικές/γλωσσικές ~ήσεις. ~ήσεις επί χάρτου. Διορθώνω/λύνω ~ήσεις. Τετράδιο ~ήσεων-εργασιών. Πβ. εξέταση, πρόβλημα, τεστ.|| Δοκιμαστική/επαγγελματική ~. Δικηγορική ~ (: υποχρεωτική πρακτική πτυχιούχου νομικής).|| ~ήσεις στο πιάνο (βλ. παίξιμο).|| Αντιτρομοκρατική ~. ~ διάσωσης/επιβίωσης/πυρκαγιάς/σεισμού.|| (ΣΤΡΑΤ.) Διακλαδική/ναυτική/στρατιωτική ~. ~ήσεις βολής/ετοιμότητας/συναγερμού. Βλ. εκπαίδευση, εν~, προ~. 3. {χωρ. πληθ.} επιβολή, χρήση, εφαρμογή: ~ βίας/ελέγχου/εξουσίας/επιρροής/κριτικής/(οικονομικής) πίεσης.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγής/αναίρεσης/αρμοδιοτήτων/(της) γονικής μέριμνας/εκλογικού δικαιώματος/ένδικων μέσων/έφεσης/καθηκόντων/ποινικής δίωξης. 4. επαγγελματική ενασχόληση: ~ της δικηγορίας/ιατρικής. 5. ΕΚΚΛΗΣ. συνειδητή, εκούσια αποχή από υλικές απολαύσεις, με σκοπό την πνευματική ολοκλήρωση: ~ μοναχού/πιστού. ~ και διαλογισμός/προσευχή. Πβ. ασκητισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ασκήσεις ακριβείας: συγχρονισμένες ασκήσεις., ασκήσεις εδάφους: ΓΥΜΝ. αγώνισμα της ενόργανης γυμναστικής, στο οποίο ο αθλητής εκτελεί το πρόγραμμά του στο δάπεδο: ~ ~ ανδρών/γυναικών. [< αγγλ. floor exercise, 1961] , άσκηση επαγγέλματος (επίσ.): εκτέλεση εργασίας για την οποία απαιτούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δικαιολογητικά: ελεύθερη/παράνομη ~ ~. Άδεια/απαγόρευση/δικαίωμα ~ης ~., πρακτική άσκηση & πρακτική εξάσκηση: θητεία σε πραγματικές συνθήκες εργασίας για απόκτηση επαγγελματικής εμπειρίας ή/και άδειας ασκήσεως επαγγέλματος: προαιρετική/υποχρεωτική ~ ~. ~ ~ πτυχιούχου/σπουδαστή/φοιτητή. ~ ~ στο εξωτερικό. Πβ. πρακτική. [< αγγλ. on-the-job-training] , άσκηση προσομοίωσης βλ. προσομοίωση, πεδίο ασκήσεων βλ. πεδίο ● ΦΡ.: κατά την άσκηση: κατά την εκτέλεση, τη διενέργεια: ~ ~ των καθηκόντων του. [< γαλλ. dans l'exercice de ] [< αρχ. ἄσκησις, γαλλ. exercice, αγγλ. exercise]

δοκιμή

δοκιμή δο-κι-μή ουσ. (θηλ.) 1. έλεγχος προϊόντος, κατασκευής, προγράμματος για διαπίστωση των ιδιοτήτων του/της, εξέταση της λειτουργίας του/της ή επαλήθευση της αποτελεσματικότητάς του/της: αυστηρή/πρόχειρη/συγκριτική ~. Κλινική ~ εμβολίου. ~ σε πραγματικές συνθήκες/στην πράξη. ~ πυραύλου/συσκευής. ~ μεθόδου/μοντέλου/σχεδίου. ~ της ανθεκτικότητας/της αντοχής/των δυνατοτήτων της (= δοκιμασία). ~ές ελαστικών. Έγινε/διεξήχθη/πραγματοποιήθηκε εργαστηριακή/θεραπευτική/πειραματική/πυρηνική ~. Μια ~ θα σας πείσει! Πβ. πείραμα, πειραματισμός, τεστ, τεστάρισμα. 2. πρόβα: γενική ~ (: πρόβα τζενεράλε). ~ές του έργου.|| ~ ρούχων (πβ. προβάρισμα). 3. το να τρώει ή να πίνει κάποιος κάτι σε μικρή ποσότητα, για να ελέγξει τη γεύση του: γευστική ~ (πβ. γευσιγνωσία). ~ κρασιών (πβ. οινογευσία). 4. προσπάθεια, απόπειρα: Η ~ (α)πέτυχε. 5. ΜΑΘ. επαλήθευση (πράξης). ● ΣΥΜΠΛ.: δοκιμή και πλάνη βλ. πλάνη1, πεδίο δοκιμών βλ. πεδίο ● ΦΡ.: σε δοκιμή & (λόγ.) υπό δοκιμή(ν): σε δοκιμαστικό στάδιο: Μέτρο/παίκτης που βρίσκεται/είναι/τελεί ~ ~. Προσωπικό που προσλαμβάνεται υπό ~ (= δοκιμαστικά). Βλ. κρας τεστ. ΣΥΝ. σε δοκιμασία [< μτγν. δοκιμή ‘δοκιμασία, εμπειρία’, γαλλ. essai, αγγλ. test, trial]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.