πειρατής πει-ρα-τής ουσ. (αρσ.) {(σπάν.) θηλ. πειρατίνα} 1. (από την αρχαιότητα μέχρι τα μέσα του 19ου αι.) καθένα από τα μέλη πληρώματος πλοίων που λεηλατούσαν άλλα πλοία και νησιά ή παραθαλάσσιες περιοχές: διαβόητος/θρυλικός ~. Σαρακηνοί ~ές. Οι ~ές της Μεσογείου. Ο θησαυρός/το ορμητήριο/η σημαία (: νεκροκεφαλή πάνω σε διασταυρούμενα οστά) των ~ών. Πβ. κουρσάρος.2. καθένας από τους άνδρες που ζουν σε πλοία-ορμητήρια και καταλαμβάνουν πλοία-στόχους (κυρ. εμπορικά, φορτηγά ή κρουαζιερόπλοια) με ταχύπλοα, βαρύ οπλισμό και ανεμόσκαλες, ληστεύοντάς τα ή ζητώντας λύτρα για την απελευθέρωση του πληρώματός τους. Βλ. αερο~, νηοψία.3. (μτφ.) πρόσωπο που χρησιμοποιεί ή κυρ. εκμεταλλεύεται εμπορικά προϊόν, χωρίς να έχει άδεια: ~ές μουσικής/λογισμικού/ταινιών. Οι ~ές του διαδικτύου (= κράκερ, κυβερνοπειρατές, χάκερ).|| ~ές των ερτζιανών (= ραδιοπειρατές). Βλ. τηλε~.|| (ειδικότ.) ~ές της ασφάλτου (: που οδηγούν με μεγάλη ταχύτητα, παραβιάζοντας τον ΚΟΚ). [< 1: μτγν. πειρατής 2,3: αγγλ.-γαλλ. pirate]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.