Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πειρατικός , ή, ό πει-ρα-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την πειρατεία ή τους πειρατές: ~ές: επιδρομές. ΣΥΝ. κουρσάρικος 2. (μτφ.) λαθραίος, παράνομος: ~ός: (ραδιοφωνικός) σταθμός. ~ή: μουσική. ~ό: ταξί. ~ά: ντιβιντί/σιντί. Βλ. αυθεντικός, γνήσιος. ΑΝΤ. αντιπειρατικός (1) ● Ουσ.: πειρατικό (το): ενν. πλοίο. ● επίρρ.: πειρατικά [< 1: μτγν. πειρατικός]

αυθεντικός

αυθεντικός, ή, ό [αὐθεντικός] αυ-θε-ντι-κός επίθ. ΣΥΝ. γνήσιος 1. που αποτελεί το πρωτότυπο, δεν είναι απομίμηση ή παραλλαγή: ~ή: δημιουργία/εκτέλεση (τραγουδιού). ~ό: λογισμικό/χειρόγραφο. ~ά: προϊόντα (ΑΝΤ. ιμιτασιόν, μαϊμού)/χαρτονομίσματα (ΑΝΤ. πλαστά, ψεύτικα). Αντικαταστάθηκε ο ~ πίνακας με αντίγραφο (βλ. ρεπλίκα). Πβ. ορίτζιναλ. 2. αληθινός, ανεπιτήδευτος: ~ή: αγάπη/ιστορία/ομορφιά/πίστη/φιλία. ~ό: ταλέντο. ~ές: μαρτυρίες/πληροφορίες (= έγκυρες). ~ά: αισθήματα. Πβ. ατόφιος, πηγαίος.|| (για πρόσ.) ~ός: καλλιτέχνης/χαρακτήρας. Πβ. πατεντάτος. [< μτγν. αὐθεντικός, γαλλ. authentique, αγγλ. authentic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.