Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεκάν πε-κάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΒΟΤ. είδος μικρού καρυδιού με καφέ, λείο και οβάλ κέλυφος, συνήθ. αμερικανικής προέλευσης· κυρ. η εδώδιμη ψίχα του: || (ΖΑΧΑΡ.-ΜΑΓΕΙΡ.) Πίτα ~. Βλ. ξηροί καρποί. [< αμερικ. pecan]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.