Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πελαγοδρομώ [πελαγοδρομῶ] πε-λα-γο-δρο-μώ ρ. (αμτβ.) {πελαγοδρομ-είς ..., -ώντας | πελαγοδρόμ-ησα} 1. (μτφ.) ενεργώ χωρίς σειρά ή πρόγραμμα, βρίσκομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, χάνω τον ειρμό μου: Μην ~είς άδικα. Ο αναγνώστης ~εί (= αμφιταλαντεύεται) ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό. Πβ. πελαγώνω, χάνομαι.|| ~ούσε σε αδιέξοδες συνομιλίες. Πβ. απεραντολογώ. 2. (σπάν.) ταξιδεύω σε ανοιχτή θάλασσα. [< 2: μτγν. πελαγοδρομῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.