Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • πενηντάρι πε-νη-ντά-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. σύνολο πενήντα όμοιων μονάδων: Η κούρσα κρίθηκε στο τελευταίο ~. 2. πενηντάρικο: Πλήρωσα ένα ~ στο σούπερ-μάρκετ.|| (ως επίθ.) Ένα ~ ευρώ. ΣΥΝ. πενηντάευρο ● Υποκ.: πενηνταράκι (το) [< μεσν. πενηντάρι]
  • πενηνταρίζω πε-νη-ντα-ρί-ζω ρ. (αμτβ.) {πενηντάρισα} (προφ.): γίνομαι πενήντα ετών, κλείνω τα πενήντα.
  • πενηντάρικο πε-νη-ντά-ρι-κο ουσ. (ουδ.): χαρτονόμισμα αξίας πενήντα ευρώ. ΣΥΝ. πενηντάευρο, πενηντάρι (2)

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.