Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πενιχρός , ή, ό πε-νι-χρός επίθ. (λόγ.): φτωχικός και κατ' επέκτ. ελάχιστος, ανεπαρκής: ~ό: γεύμα (ΑΝΤ. πλουσιοπάροχο).|| ~ός: μισθός/προϋπολογισμός. ~ή: παραγωγή/σύνταξη. ~ά: έσοδα/μέσα. Πβ. ισχνός, λιγοστός.|| (μτφ.) ~ό: αποτέλεσμα (= ασήμαντο). ΣΥΝ. γλίσχρος ΑΝΤ. αδρός (1), επαρκής ● επίρρ.: πενιχρά [< αρχ. πενιχρός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.