πεπερασμένος , η, ο πε-πε-ρα-σμέ-νος επίθ. (κυρ. επιστ.): που έχει όρια, αρχή και τέλος· κατ' επέκτ. που μπορεί να μετρηθεί: ~ος: αριθμός (γλωσσών)/χώρος. ~η: γνώση/δυνατότητα (κατανόησης). ~ο: πλήθος/(ΜΑΘ.) σύνολο. Βλ. οριοθετη-, περιορισ-μένος.|| (ως ουσ.) Το ~ο της ύπαρξης. Πβ. περατός. Βλ. αμέτρητος, ανεξάντλητος, ατελεύτητος. ΑΝΤ. άπειρος1 (1) [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. περῶ ‘διασχίζω’, γαλλ. fini]
αμέτρητος
αμέτρητος, η, ο [ἀμέτρητος] α-μέ-τρη-τος επίθ.: που δεν μπορεί να υπολογιστεί και κατ' επέκτ. υπερβολικά μεγάλος: ~ος: αριθμός (δεδομένων). ~ο: πλήθος. ~οι: συνδυασμοί. ~ες: επιλογές/ευκαιρίες/μέρες και νύχτες/περιπτώσεις/πληροφορίες/φορές (ΑΝΤ. μετρημένες). ~α: ερωτήματα/θύματα/λάθη/πλούτη. Αντιμετωπίζουν ~α (= άπειρα) προβλήματα. Πβ. απειρ-, πολυ-άριθμος, άπειρος, απροσμέτρητος, αρίφνητος, ατέλειωτος, μύριοι.|| (μτφ.) ~ος: ενθουσιασμός/πόνος. ~η: αγάπη/θλίψη (= έντονη)/χαρά. ~α: οφέλη. ΣΥΝ. αναρίθμητος ΑΝΤ. μετρημένος (3) ● επίρρ.: αμέτρητα ● ΦΡ.: χαίρε βάθος αμέτρητον βλ. βάθος [< αρχ. ἀμέτρητος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.