Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περίγραμμα πε-ρί-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) 1. η εξωτερική πραγματική ή νοητή γραμμή που ορίζει ένα σχήμα ή σώμα: διπλό/κυκλικό/ξεκάθαρο ~. Το ~ του κτιρίου/των ματιών/της μορφής/του προσώπου/των χειλιών. Πβ. σιλουέτα, φιγούρα. 2. (μτφ.) γενική παρουσίαση ή πλαίσιο, διάγραμμα: ιστορικό ~. Το ~ των απόψεων/των θέσεων/της λύσης/της πολιτικής. Αναλυτικό ~ μαθημάτων (πβ. πρόγραμμα σπουδών). [< μτγν. περίγραμμα, γαλλ. contour]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.