περίζωμα πε-ρί-ζω-μα ουσ. (ουδ.) 1. (λόγ.) κομμάτι υφάσματος που φοριέται στην περιοχή ανάμεσα στη μέση και τα γόνατα· γενικότ. οτιδήποτε περιβάλλει κάτι. Βλ. ζωνάρι, ποδιά.2. ΑΡΧΙΤ. κάθε λωρίδα διακοσμητική ή ενισχυτική σε κτίσμα· ειδικότ. σοβατεπί: εξωτερικό ~ τοίχου. Πβ. γείσο, μπορντούρα, περβάζι. Βλ. διάζωμα, κυμάτιο.3. ΝΑΥΤ. εξωτερική ζώνη κατά μήκος ενός πλοίου, σε μικρή απόσταση πάνω από την ίσαλο γραμμή, για την προστασία του από προσκρούσεις. [< μτγν. περίζωμα]
διάζωμα
διάζωμα δι-ά-ζω-μα ουσ. (ουδ.) {διαζώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθένα από τα τμήματα θεάτρου, σταδίου, γηπέδου, που χωρίζονται μεταξύ τους με διάδρομο και προορίζονται για τους θεατές: άνω/κάτω/μεσαίο ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) Κερκίδες και ~ατα του αρχαίου θεάτρου (: διάδρομος που χώριζε τις σειρές των εδωλίων σε δύο ή περισσότερα τμήματα).|| (κατ' επέκτ., σε εθνική οδό) Προστατευτικό ~ (= διαχωριστικό κιγκλίδωμα).2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του θριγκού των αρχαίων ναών, πάνω από το επιστύλιο και κάτω από το γείσο, το οποίο ήταν διακοσμημένο με τρίγλυφα και μετώπες ή με τη ζωφόρο. [< μτγν. διάζωμα]
ζωνάρι
ζωνάρι ζω-νά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) ζουνάρι: φαρδιά ζώνη, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση: μεταξωτό ~. Ανδρική (παραδοσιακή) ενδυμασία με μακρύ μάλλινο ~. Βλ. λουρί, ζωστήρας. ● ΦΡ.: έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά: αναζητά αφορμή για καβγά, είναι έτοιμος να τσακωθεί, έχει εριστική διάθεση. Πβ. αρπάζομαι., το ζωνάρι της Παναγίας: το ουράνιο τόξο., σφίγγω το ζωνάρι (μου) βλ. σφίγγω [< μεσν. ζωνάρι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.