Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περίζωμα πε-ρί-ζω-μα ουσ. (ουδ.) 1. (λόγ.) κομμάτι υφάσματος που φοριέται στην περιοχή ανάμεσα στη μέση και τα γόνατα· γενικότ. οτιδήποτε περιβάλλει κάτι. Βλ. ζωνάρι, ποδιά. 2. ΑΡΧΙΤ. κάθε λωρίδα διακοσμητική ή ενισχυτική σε κτίσμα· ειδικότ. σοβατεπί: εξωτερικό ~ τοίχου. Πβ. γείσο, μπορντούρα, περβάζι. Βλ. διάζωμα, κυμάτιο. 3. ΝΑΥΤ. εξωτερική ζώνη κατά μήκος ενός πλοίου, σε μικρή απόσταση πάνω από την ίσαλο γραμμή, για την προστασία του από προσκρούσεις. [< μτγν. περίζωμα]

διάζωμα

διάζωμα δι-ά-ζω-μα ουσ. (ουδ.) {διαζώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. καθένα από τα τμήματα θεάτρου, σταδίου, γηπέδου, που χωρίζονται μεταξύ τους με διάδρομο και προορίζονται για τους θεατές: άνω/κάτω/μεσαίο ~.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ.) Κερκίδες και ~ατα του αρχαίου θεάτρου (: διάδρομος που χώριζε τις σειρές των εδωλίων σε δύο ή περισσότερα τμήματα).|| (κατ' επέκτ., σε εθνική οδό) Προστατευτικό ~ (= διαχωριστικό κιγκλίδωμα). 2. ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. τμήμα του θριγκού των αρχαίων ναών, πάνω από το επιστύλιο και κάτω από το γείσο, το οποίο ήταν διακοσμημένο με τρίγλυφα και μετώπες ή με τη ζωφόρο. [< μτγν. διάζωμα]

ζωνάρι

ζωνάρι ζω-νά-ρι ουσ. (ουδ.) (λαϊκό) & (λαϊκότ.) ζουνάρι: φαρδιά ζώνη, συνήθ. από ύφασμα, που τυλίγεται γύρω από τη μέση: μεταξωτό ~. Ανδρική (παραδοσιακή) ενδυμασία με μακρύ μάλλινο ~. Βλ. λουρί, ζωστήρας. ● ΦΡ.: έχει λυμένο/λυτό το ζωνάρι του για καβγά: αναζητά αφορμή για καβγά, είναι έτοιμος να τσακωθεί, έχει εριστική διάθεση. Πβ. αρπάζομαι., το ζωνάρι της Παναγίας: το ουράνιο τόξο., σφίγγω το ζωνάρι (μου) βλ. σφίγγω [< μεσν. ζωνάρι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.