περίθλαση πε-ρί-θλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στην κατεύθυνση κύματος, καθώς διέρχεται από εμπόδιο ή σχισμή με διαστάσεις παραπλήσιες του δικού του μήκους: εικόνα/τεχνικές/φράγμα ~ης. ~ ακτίνων Χ/ηλεκτρονίων/φωτός. Βλ. διάθλαση. [< μτγν. περίθλασις, γαλλ. diffraction]
διάθλαση
διάθλαση δι-ά-θλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στην κατεύθυνση κύματος (ηλεκτρομαγνητικού, ηχητικού ή άλλου), όταν διέρχεται από ένα μέσο σε άλλο, διαφορετικών ιδιοτήτων: ~ ήχου/φωτός. Γωνία ~ης. Βλ. ανάκλαση, περίθλαση. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης διάθλασης: συντελεστής ενδεικτικός της μεταβολής της ταχύτητας της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μέσα σε ένα μέσο, ο οποίος καθορίζει τη γωνία κατά την οποία κάμπτεται μια ακτίνα φωτός, όταν μεταβαίνει από ένα οπτικό μέσο σε ένα άλλο: απόλυτος (: στο κενό)/αρνητικός/θετικός ~ ~. [< γαλλ. réfraction]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.