Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περίθλαση πε-ρί-θλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στην κατεύθυνση κύματος, καθώς διέρχεται από εμπόδιο ή σχισμή με διαστάσεις παραπλήσιες του δικού του μήκους: εικόνα/τεχνικές/φράγμα ~ης. ~ ακτίνων Χ/ηλεκτρονίων/φωτός. Βλ. διάθλαση. [< μτγν. περίθλασις, γαλλ. diffraction]

διάθλαση

διάθλαση δι-ά-θλα-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αλλαγή στην κατεύθυνση κύματος (ηλεκτρομαγνητικού, ηχητικού ή άλλου), όταν διέρχεται από ένα μέσο σε άλλο, διαφορετικών ιδιοτήτων: ~ ήχου/φωτός. Γωνία ~ης. Βλ. ανάκλαση, περίθλαση. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης διάθλασης: συντελεστής ενδεικτικός της μεταβολής της ταχύτητας της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μέσα σε ένα μέσο, ο οποίος καθορίζει τη γωνία κατά την οποία κάμπτεται μια ακτίνα φωτός, όταν μεταβαίνει από ένα οπτικό μέσο σε ένα άλλο: απόλυτος (: στο κενό)/αρνητικός/θετικός ~ ~. [< γαλλ. réfraction]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.