περγαμηνή περ-γα-μη-νή ουσ. (θηλ.) 1. υλικό γραφής από κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού, κατσικιού ή προβάτου το οποίο χρησιμοποιήθηκε ευρέως κατά την Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα (2ος π.Χ. αι.-13ος μ.Χ. αι.), ενώ στις ημέρες μας περιορίζεται κυρ. σε επίσημα έγγραφα (πτυχία, διπλώματα)· κατ' επέκτ. κάθε απομίμηση του αντίστοιχου υλικού: Αντικατάσταση του παπύρου από την ~ και της ~ής από το χαρτί. Βλ. διφθέρα, ειλητάριο.|| Πτυχίο σε ~.2. (συνεκδ.) κείμενο γραμμένο στο αντίστοιχο υλικό, χειρόγραφο· (στη σύγχρονη εποχή) βραβείο ή τίτλος σπουδών: αρχαίες/παλίμψηστες ~ές.|| Απονομή/επίδοση (τιμητικής) ~ής. ● περγαμηνές (οι) (μτφ.-συχνά ειρων.): διακρίσεις, τίτλοι, προσόντα: ακαδημαϊκές/επαγγελματικές/επιστημονικές ~. Ερευνητές/στελέχη με (λαμπρές/μεγάλες) ~. Διαθέτει/έχει (να επιδείξει) καλές/πολλές ~. Βλ. δάφνες. [< γαλλ. parchemins ] [< 1: μτγν. περγαμηνή (διφθέρα) 2: γαλλ. parchemin]
διφθέρα
διφθέραδι-φθέ-ρα ουσ. (θηλ.): ΑΡΧ. κατεργασμένο δέρμα το οποίο στην αρχαιότητα χρησίμευε και για γραφική ύλη. Βλ. περγαμηνή. [< αρχ. διφθέρα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.