Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιέργεια πε-ρι-έρ-γει-α ουσ. (θηλ.): ζωηρή επιθυμία να μάθει κάποιος κάτι: διανοητική/έμφυτη/παιδική ~. Γεμάτος ~. Κοιτούν με ~. Κάτι μου γεννά/εξάπτει/κεντρίζει/κινεί/προκαλεί την ~. Η απάντησή του ικανοποίησε την ~ά μου. Δεν είχε καμία ~ να τον γνωρίσει. Ρωτάω από απλή ~. Δεν σου λέω τι έγινε, για να σκάσεις από ~. Πβ. φιλο~. ● ΦΡ.: η περιέργεια σκότωσε τη γάτα (μτφ.-χιουμορ.): για τις αρνητικές συνέπειες της περιέργειας. [< αγγλ. curiosity killed the cat] , με τρώει η περιέργεια (μτφ.-προφ.): είμαι πολύ περίεργος: ~ ~ να μάθω τι συνέβη. [< αρχ. περιεργία, μτγν. περιέργεια]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.