Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιβολάρης πε-ρι-βο-λά-ρης ουσ. (αρσ.) {(σπάν.) θηλ. περιβολάρισσα} & (σπάν.) περβολάρης (λαϊκό): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με τις καλλιέργειες σε περιβόλια. Πβ. μπαξεβάνης. Βλ. κηπουρός. [< μεσν. περιβολάρης, περβολάρης]

κηπουρός

κηπουρός κη-που-ρός ουσ. (αρσ.): πρόσωπο που ασχολείται επαγγελματικά με την κηπουρική: οι ~οί και κλαδευτές του Δήμου. Βλ. κηποτεχνικός, περιβολάρης. ● ΣΥΜΠΛ.: σαλάτα του κηπουρού βλ. σαλάτα [< αρχ. κηπουρός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.