Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιβρέχω πε-ρι-βρέ-χω ρ. (μτβ.) {περιέβρε-ξε, περιβρέ-ξει, περιβρα-χεί} (λόγ.): βρέχω από όλες τις πλευρές: Το πέλαγος ... ~ει το νησί. Η χώρα ~εται από θάλασσα (= περιβάλλεται). ~ουμε με τον χυμό λεμονιού. Πβ. περιλούζω. [< μεσν. περιβρέχω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.