περιγράφω πε-ρι-γρά-φω ρ. (μτβ.) {περιέγρα-ψα | περιγράφ-εται, -ηκε (προφ.) -τηκε (λόγ. περιεγράφ-η, -ησαν, μτχ. περιγραφ-είς, -είσα, -έν), (λόγ.) περιγεγραμμένος, περιγραφ-όμενος, περιγράφ-οντας} 1. κάνω περιγραφή: ~ ένα αντικείμενο/ένα πρόσωπο/μια τοποθεσία.|| ~ψε (= παρουσίασε) τον αγώνα (πβ. σπικάζ)/τις διαφορές τους/τα συμπτώματα μιας νόσου. ~όμενη/~είσαι κατάσταση. Δεν μπορώ να σου ~ψω (= εξηγήσω) πώς αισθάνομαι/τα συναισθήματά μου. ~ψε (αναλυτικά/διεξοδικά/λεπτομερώς/με αδρές γραμμές/συνοπτικά) τα γεγονότα/τον τρόπο με τον οποίο ... (= αφηγήθηκε, διηγήθηκε, εξιστόρησε). (προφ.) Το τι έγινε δεν ~εται (= δεν λέγεται)!2. ΓΕΩΜ. σχεδιάζω σχήμα γύρω από άλλο: ~ τρίγωνο σε κύκλο. ΑΝΤ. εγγράφω (4) ● βλ. περιγεγραμμένος [< αρχ. περιγράφω, γαλλ. décrire]
περιγεγραμμένος
περιγεγραμμένος, η, ο πε-ρι-γε-γραμ-μέ-νος επίθ. (κυρ. επιστ.) 1. ΓΕΩΜ. (για σχήμα) που σχεδιάζεται γύρω από ένα άλλο: ~ο: τετράγωνο. Κύκλος ~ σε πολύγωνο. ΑΝΤ. εγγεγραμμένος (2) 2. που έχει σαφώς προσδιορισμένα όρια: ~ χώρος.|| (ΙΑΤΡ.) ~ος: όγκος. ~η: μάζα. ● βλ. περιγράφω [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. περιγράφω, αγγλ. circumscribed]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.