Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιγραφικός , ή, ό πε-ρι-γρα-φι-κός επίθ.: που έχει την ικανότητα να περιγράφει με σαφήνεια ή στοχεύει στην περιγραφή: ~ός: λόγος/ορισμός/τίτλος. ~ή: αφήγηση. ~ό: κείμενο. ~ά: δεδομένα/στοιχεία/χαρακτηριστικά. Πβ. λεπτομερής, παραστατικός.|| ~ή: Ανατομική/Στατιστική.|| Να είστε όσο γίνεται ~ και σαφής. ● επίρρ.: περιγραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Παρουσίασε ~ (= παραστατικά) τις απόψεις του. ● ΣΥΜΠΛ.: περιγραφική γραμματική βλ. γραμματική [< μτγν. περιγραφικός 'συμπερασματικός', γαλλ. descriptif]

γραμματική

γραμματική γραμ-μα-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το σύστημα των φωνητικών, φωνολογικών, μορφολογικών, συντακτικών και σημασιολογικών κανόνων μιας γλώσσας και γενικότ. κάθε θεωρητικό πρότυπο μελέτης και περιγραφής της δομής της: η ~ της Αγγλικής/Γαλλικής.|| Επικοινωνιακή/ιστορική/ιστορικοσυγκριτική/συγχρονική ~.|| (ΛΟΓΟΤ.) Ποιητική ~ (: των λογοτεχνικών κειμένων και ιδ. της ποίησης· βλ. ύφος). 2. (συνεκδ.) το εγχειρίδιο που περιγράφει τους σχετικούς κανόνες καθώς και το αντίστοιχο μάθημα στο σχολείο: Νεοελληνική ~. ~ για αρχάριους/προχωρημένους. Βλ. λεξικό.|| Ασκήσεις ~ής. Μαθαίνουμε ορθογραφία και ~. Έχει αδυναμίες στη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική-μετασχηματιστική γραμματική: θεωρία του Noam Chomsky, ερμηνευτικό μοντέλο της ικανότητας του ομιλητή μιας γλώσσας να σχηματίζει με έναν περιορισμένο αριθμό κανόνων, απεριόριστο αριθμό προτάσεων· περιγράφει τις διεργασίες που οδηγούν από τη βαθιά στην επιφανειακή δομή της γλώσσας. [< αγγλ. generative transformational grammar, 1959] , καθολική γραμματική: θεωρία που αναζητά ένα γενικό γραμματικό μοντέλο, στο οποίο ανάγονται οι δομές και οι κανονικότητες όλων των γλωσσών. [< αγγλ. universal grammar] , λειτουργική γραμματική: μελέτη της επικοινωνιακής λειτουργίας των λεξικών και γραμματικών στοιχείων μιας γλώσσας· γενικότ. η έμφαση στην πραγματολογική διάσταση της γλώσσας ως οργάνου κοινωνικής αλληλεπίδρασης. [< γαλλ. grammaire fonctionnelle] , παραδοσιακή γραμματική: το σύνολο των τάσεων και των μεθόδων σχετικά με τη μελέτη μιας γλώσσας πριν από την εδραίωση της γλωσσολογίας ως επιστήμης. Πβ. σχολική γραμματική., περιγραφική γραμματική: που περιγράφει συστηματικά τη δομή και τη λειτουργία των στοιχείων μιας γλώσσας, όπως αυτή μαρτυρείται σε δείγματα ομιλίας ή γραφής, χωρίς να ρυθμίζει τη χρήση της. [< γαλλ. grammaire descriptive ] , ρυθμιστική γραμματική (αρνητ. συνυποδ.): που επιδιώκει τη ρύθμιση της γλώσσας σύμφωνα με ορισμένα ιστορικά, λογικά και αισθητικά κριτήρια. [< γαλλ. grammaire normative] , σχολική γραμματική 1. αυτή που διδάσκεται στο σχολείο. 2. παραδοσιακή γραμματική., τυπική γραμματική: ΜΑΘ. αφηρημένη δομή που περιγράφει μια τυπική γλώσσα. Βλ. αλγόριθμος. [< αγγλ. formal grammar] [< αρχ. γραμματική (τέχνη)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.