Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιθάλπω πε-ρι-θάλ-πω ρ. (μτβ.) {περιέθαλψα, περιθάλπ-οντας. -όμενος} & (προφ.-εσφαλμ.) περιθάλπτω (λόγ.): περιποιούμαι· κυρ. ειδικότ. προσφέρω ιατρική βοήθεια σε κάποιον που βρίσκεται σε ανάγκη: ~ει τον τραυματία. Πβ. νοσηλεύω, φροντίζω. [< πβ. αρχ. περιθάλπω ‘θερμαίνω ολόγυρα’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.