Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περικάρπιο πε-ρι-κάρ-πι-ο ουσ. (ουδ.) {περικαρπίου} 1. ΑΝΑΤ. το τμήμα του χεριού γύρω από τον καρπό. 2. (συνεκδ.) το αντίστοιχο περικάλυμμα: δερμάτινο/(ΑΡΧΑΙΟΛ.) χρυσό ~.|| (συνήθ. σε αθλητικό εξοπλισμό) ~ για τον ιδρώτα (ΣΥΝ. δέστρα). Βλ. βραχιόλι. 3. ΒΟΤ. περίβλημα του καρπού: δερματώδες ~. Πβ. φλοιός, φλούδα. Βλ. ενδο-, επι-, μεσο-κάρπιο. [< αρχ. περικάρπιον, αγγλ. pericarp, γαλλ. péricarpe]

βραχιόλι

βραχιόλιβρα-χιό-λι ουσ. (ουδ.) 1. κόσμημα που φοριέται συνήθ. στον καρπό του χεριού: ασημένιο/δερμάτινο/χρυσό ~. ~ με χάντρες/από κοχύλια. Πβ. μπρασελέ. Βλ. αλυσίδα, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι.|| ~ παρακολούθησης. (προφ.-ευφημ.) Του πέρασαν σιδερένια ~ια (= χειροπέδες). 2. ΤΕΧΝΟΛ. (κατ' επέκτ.) κρίκος, κυρ. από μέταλλο, που συνδέει δύο τμήματα (μηχανής, όπλου, συσκευής). ● Υποκ.: βραχιολάκι (το): Διακοπές με ~ (: με προπληρωμένα όλα τα έξοδα σε συγκεκριμένη ξενοδοχειακή μονάδα, με την υποχρέωση του τουρίστα να φορά ειδικό έγχρωμο βραχιόλι). [< μεσν. βραχιόλι(ον), γαλλ. bracelet]

ενδο- & ενδ-

ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.