Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιλάλητος , η, ο πε-ρι-λά-λη-τος επίθ. (λόγ.): περίφημος, ονομαστός. Πβ. ξακουστός. Βλ. περιβόητος. [< μτγν. περιλάλητος]

περιβόητος

περιβόητος, η, ο πε-ρι-βό-η-τος επίθ. (συνήθ. μειωτ.): που είναι γνωστός παντού, επειδή έχει συζητηθεί πολύ: ~ος: κακοποιός. ~η: δήλωση/συνάντηση/συνέντευξη/φράση. Πβ. διαβόητος. Βλ. ξακουστός, περιλάλητος. [< αρχ. περιβόητος ‘ονομαστός, κακόφημος’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.