ακτιν- βλ. ακτινο-
κανονικότητα κα-νο-νι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (λόγ.): ισορροπία, σταθερότητα, ορθότητα: η ~ του κόσμου (= αρμονία). Οι ~ες της φύσης (= νόμοι). Παρέκκλιση από την ~. Βλ. συμμετρία.|| Κοινωνικές ~ες (= νόρμες). H ~ της καθημερινότητας (βλ. ρουτίνα, συμβατικότητα). Νέα ~ (: οι συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην παγκόσμια αγορά μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2007-2008 και (κατ’ επέκτ.) η κατάσταση που επικρατεί μετά από κάποια δραματική αλλαγή). Επιστροφή στην ~. Η ~ της γλώσσας (πβ. συστηματικότητα). Η ~ της περιστροφής της Γης (= περιοδικότητα). Πβ. τακτικότητα.|| Έλεγχος της ~ας μιας πράξης (πβ. εγκυρ-, νομιμ-ότητα, συνέπεια). Διασφάλιση της ~ας μιας διαδικασίας (πβ. ευρυθμία, ομαλότητα, ρυθμός). Βλ. αντι~.|| Δεν υπακούει σε ~ες (: καλούπια) και συμβάσεις.. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. régularité, normalité, αγγλ. normality]
τύπος τύ-πος ουσ. (αρσ.) 1. είδος, κατηγορία: ~ δέρματος/προϊόντος. ~οι ιών/πλοίων/σχολείων/υπηρεσιών. Αεροσκάφη τελευταίου ~ου (: τελευταίας τεχνολογίας). Διαβατήρια νέου ~ου. Πρωινό ευρωπαϊκού ~ου (= ευρωπαϊκό πρωινό). Οχήματα βαρέος ~ου. Αναψυκτικά ~ου κόλα. 2. χαρακτήρας: εσωστρεφής/κεφάτος/κλειστός/μοναχικός ~. Δεν ξενυχτάει· είναι πρωινός ~. Δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα κοινωνικός ~.|| Του αρέσει, γιατί έχει ~ο (= προσωπικότητα). 3. (προφ.) άτομο και (ειδικότ.-κυρ. μειωτ.) άνθρωπος με ιδιαιτερότητες στην εμφάνιση ή τη συμπεριφορά: λαϊκός ~. (Πολύ) ωραίος ~! Άχρηστος/ελεεινός ~. Ανεκδιήγητος/γραφικός ~ (πβ. φιγούρα). Μας πλησίασε ένας παράξενος/περίεργος/ύποπτος ~. Τι ~ είναι αυτός; Δεν μου αρέσει αυτός ο ~. Πβ. τυπάς. 4. {συνήθ. στον πληθ.} ενέργεια που γίνεται συμβατικά, σύμφωνα με τους κοινωνικούς κανόνες: Συνεργάζονται, τηρώντας με προσοχή τους ~ους ευγενείας. Κρατάει/προσέχει τους ~ους. Πβ. τυπικότητες, τυπικούρες.|| Ο ~ κυριαρχεί εις βάρος της ουσίας. Πβ. συμβατικότητα. 5. {συνήθ. στον πληθ.} συμπεριφορά που έχει εδραιωθεί λόγω συνήθειας ή εφαρμογής κανόνων, κυρ. θρησκευτικών ή νομικών: ~οι της χριστιανικής λατρείας.|| Η διαδικασία έγινε σύμφωνα με τους ~ους που επιβάλλει ο εσωτερικός κανονισμός της επιτροπής. Βλ. παρατυπία. 6. μοντέλο, πρότυπο: αντιπροσωπευτικός/ιδανικός ~ γυναίκας/πολίτη. 7. προκαθορισμένη φόρμα για τη σύνταξη ή συμπλήρωση εγγράφου· υπόδειγμα: ~ δήλωσης. Περιμένουν να τους σταλεί ο νέος ~ αίτησης. Ο ~ του διπλώματος. Πβ. φόρμουλα. 8. ΓΛΩΣΣ. μορφή λέξης: μεταγενέστερος/συνηρημένος ~. Ανώμαλοι/γραμματικοί/λόγιοι ~οι. ~οι ρημάτων. ~οι της δημοτικής/της καθαρεύουσας. Συμπληρώστε τα κενά με τον σωστό ~ο του επιθέτου. 9. ΜΑΘ. παράσταση που απεικονίζει συμβολικά μαθηματικές σχέσεις: αλγεβρικός ~. Ο ~ της εξίσωσης. Ο ~ που δίνει το εμβαδόν του κύκλου.|| ~ συνάρτησης. 10. (λόγ.) αποτύπωμα, στάμπα: ο ~ της σφραγίδας. ● Τύπος (ο): τα έντυπα κυρ. Μέσα Ενημέρωσης και οι εργαζόμενοι σε αυτά: αντιπολιτευόμενος/εβδομαδιαίος/επαρχιακός/περιοδικός/περιφερειακός/πολιτικός/συντηρητικός/τοπικός/φιλοκυβερνητικός ~. Aίθουσα/ακόλουθος/διεύθυνση/σύμβουλος ~ου. Επισκόπηση αθλητικού/ευρωπαϊκού/oικονομικού ~ου. Οι εκπρόσωποι του ~ου (= οι δημοσιογράφοι). Ανταποκριτές ξένου ~ου. Τα πρωτοσέλιδα του ~ου. Άρθρα/δημοσιεύματα/καταχωρήσεις στον ~ο. Διαρροή στοιχείων στον ~ο. Γράφτηκε/διαβάσαμε στον ~ο. Ο σημερινός ~ προβάλλει τις εξελίξεις γύρω από ... || Κάνω δηλώσεις στον ~ο. Eλεύθερος και ανεξάρτητος ~. Πβ. δημοσιογραφία. ΣΥΝ. η τέταρτη εξουσία [< γαλλ. presse] ● επίρρ.: τύποις (λόγ.) 1. με βάση τους τύπους, τυπικά: ~ πεπαιδευμένος. ΑΝΤ. ουσιαστικά (1) 2. (παλαιότ.) για να δηλωθεί το όνομα συγκεκριμένου τυπογραφείου, στο οποίο έχει εκδοθεί βιβλίο ή έντυπο: Εν Αθήναις, ~ ... ● ΣΥΜΠΛ.: Γραφείο Τύπου: τμήμα οργανισμού, εταιρείας, κόμματος υπεύθυνο για την ενημέρωση του κοινού και την επικοινωνία με τα ΜΜΕ: το ~ ~ του πρωθυπουργού. ~ ~ πρεσβείας/υπουργείου. ~ ~ και Δημοσίων Σχέσεων/Πληροφοριών. Ηλεκτρονικό ~ ~., ηλεκτρονικός Τύπος: τα ραδιοτηλεοπτικά και ψηφιακά μέσα ενημέρωσης σε αντιδιαστολή με τον έντυπο Τύπο. Πβ. ηλεκτρονική δημοσιογραφία. [< γαλλ. presse électronique] , ο κίτρινος Τύπος & κίτρινη δημοσιογραφία/φυλλάδα & κίτρινο έντυπο: τα έντυπα που στοχεύουν στην αύξηση της κυκλοφορίας τους μέσω του κιτρινισμού: οι φυλλάδες του ~ου ~ου. Πβ. σκανδαλοθηρικός. [< αμερικ. the yellow Press, 1898, yellow(kid) journalism, 1895] , πρακτορείο Τύπου & πρακτορείο εφημερίδων: που διανέμει εφημερίδες και περιοδικά. Βλ. πρακτορείο ειδήσεων., χημικός τύπος: ΧΗΜ. που εκφράζει τη σύνθεση χημικής ένωσης και ειδικότ. τις αναλογίες των χημικών στοιχείων τα οποία περιέχονται σε αυτή: Ο ~ ~ του νερού είναι H2O. Πβ. μοριακός τύπος. [< γαλλ. formule chimique] , ψηφιακός Τύπος: οι εφημερίδες και τα περιοδικά του διαδικτύου. [< γαλλ. presse digitale] , αδύνατος τύπος βλ. αδύνατος, αθλητικός τύπος βλ. αθλητικός, ακουστικός τύπος βλ. ακουστικός, ανακοίνωση Τύπου βλ. ανακοίνωση, δελτίο Τύπου βλ. δελτίο, δυνατός/ισχυρός τύπος βλ. δυνατός, εκπρόσωπος Τύπου βλ. εκπρόσωπος, η ελευθερία του Τύπου βλ. ελευθερία, ημερήσιος Τύπος βλ. ημερήσιος, λευκοκυτταρικός τύπος βλ. λευκοκυτταρικός, μοριακός τύπος βλ. μοριακός, ομάδα αίματος βλ. αίμα, οπτικός τύπος βλ. οπτικός, συνέντευξη Τύπου βλ. συνέντευξη, συντακτικός τύπος βλ. συντακτικός ● ΦΡ.: (δεν) είναι ο τύπος μου (προφ.): (δεν) μου αρέσει, (δεν) μου ταιριάζει, (δεν) είναι το στιλ μου., για τους τύπους (προφ.): για τα μάτια του κόσμου, για το θεαθήναι: Πήγαν μαζί στην εκδήλωση ~ ~., διά του Τύπου (επίσ.): μέσω των έντυπων και ραδιοτηλεοπτικών μέσων ενημέρωσης: συκοφαντική δυσφήμιση ~ ~. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού θα ανακοινωθούν ~ ~., του τύπου: όπως: παροιμίες/παρομοιώσεις/(εκ)φράσεις ~ ~ ..., θέτω τον δάκτυλον εις/επί τον τύπον των ήλων βλ. ήλος, στενές επαφές τρίτου τύπου βλ. επαφή, τύπος και υπογραμμός βλ. υπογραμμός, υπό μορφή(ν) βλ. μορφή [< αρχ. τύπος, γαλλ. type, forme 8: μτγν. ~]
ψηφιακός, ή, ό ψη-φι-α-κός επίθ. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΕΧΝΟΛ. 1. που λειτουργεί ή γίνεται με σήματα ή δεδομένα τα οποία αναπαρίστανται μέσω διακριτών αριθμητικών αξιών μιας φυσικής ποσότητας (συνήθ. των ψηφίων 0 και 1)· κυρ. που αποτελεί προϊόν της σχετικής τεχνολογίας ή αναφέρεται σε αυτή: ~ός: αναλυτής/αποκωδικοποιητής/δέκτης/ενισχυτής/εξοπλισμός/επεξεργαστής (σήματος)/μετατροπέας (εικόνας/ήχου)/σαρωτής/υπολογιστής. ~ή: κάμερα/φωτογραφική μηχανή. ~ά: μέσα (: κείμενο, εικόνες, βίντεο)/όργανα. ΑΝΤ. αναλογικός.|| ~ός: κόμβος/χώρος (πβ. ιστοχώρος, σάιτ). ~ή: (ΤΗΛΕΠ.) γραμμή. ~ό: δίκτυο/κανάλι/κύκλωμα/περιβάλλον/σύστημα (ελέγχου/πλοήγησης). ~ές: υπηρεσίες. ~ά: (τηλεφωνικά) κέντρα.|| ~ός: έλεγχος/προγραμματισμός/σχεδιασμός. ~ή: αποθήκευση/εγγραφή/εκτύπωση/επεξεργασία/επικοινωνία/καταγραφή/καταχώρηση/κωδικοποίηση/λήψη/μετάβαση/μετάδοση/πληροφορία/προσομοίωση/σχεδίαση.|| ~ός: χάρτης. ~ό: περιοδικό/πιστοποιητικό/υλικό. ~ά: αρχεία/παιχνίδια. Κείμενο σε ~ή μορφή. Πβ. ηλεκτρονικός.|| ~ός: (αν)αλφαβητισμός/αποκλεισμός/κινηματογράφος/κόσμος/πολιτισμός. ~ή: ανάπτυξη/αυτοδιοίκηση/εποχή/τέχνη. ~ό: μέλλον/σχολείο. (Εθνική) ~ή πολιτική/στρατηγική. ~οί: πόροι.~ές: δεξιότητες/δυνατότητες/ευκαιρίες. 2. (ειδικότ.) που έχει δημιουργηθεί, παραχθεί με ψηφιακή εγγραφή: ~ός: δίσκος (πβ. σιντί, ντιβιντί)/ήχος. ~ή: εικόνα/μουσική/ταινία. 3. (για συσκευή) που αναπαριστά πληροφορίες με ψηφία: ~ός: αισθητήρας/ελεγκτής (θέρμανσης/πίεσης)/μετρητής/παλμογράφος. ~ή: ζυγαριά/οθόνη. ~ό: ραδιόφωνο/ρολόι/χρονόμετρο.|| ~ές: ενδείξεις. ΑΝΤ. αναλογικός (1) ● επίρρ.: ψηφιακά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: ψηφιακά στοιχεία: που έχουν τη μορφή διακριτών ποσοτήτων (ψηφίων, συμβόλων)., Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, ηλεκτρονική/ψηφιακή τάξη βλ. τάξη, ηλεκτρονικές/ψηφιακές αγορές βλ. αγορά, ηλεκτρονικό βιβλίο βλ. βιβλίο, ηλεκτρονικός/ψηφιακός αναγνώστης βλ. αναγνώστης, νέα/ψηφιακή οικονομία βλ. οικονομία, προσωπικός ψηφιακός βοηθός βλ. βοηθός, ψηφιακή αρχαιολογία βλ. αρχαιολογία, ψηφιακή επιμέλεια βλ. επιμέλεια, ψηφιακή πόλη βλ. πόλη, ψηφιακή τηλεόραση βλ. τηλεόραση, ψηφιακή/ηλεκτρονική βιβλιοθήκη βλ. βιβλιοθήκη, ψηφιακή/ηλεκτρονική κορνίζα βλ. κορνίζα, ψηφιακή/ηλεκτρονική υπογραφή βλ. υπογραφή, ψηφιακό μέρισμα βλ. μέρισμα, ψηφιακό στιλό βλ. στιλό, ψηφιακό χαρτί βλ. χαρτί, ψηφιακό χάσμα βλ. χάσμα, ψηφιακό χρήμα βλ. χρήμα, ψηφιακό/ηλεκτρονικό έντυπο βλ. έντυπο, ψηφιακοί νομάδες βλ. νομάδας, ψηφιακοί νομάδες, βλ. νομάδας, ψηφιακός Τύπος βλ. τύπος [< αγγλ. digital, 1938, γαλλ. ~, 1961]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ