περιορισμός πε-ρι-ο-ρι-σμός ουσ. (αρσ.) 1. διατήρηση κατάστασης μέσα σε συγκεκριμένα όρια, μείωση, ελάττωση: ~ των δαπανών (πβ. περι-κοπή, -στολή)/του ελλείμματος/των εξοπλισμών/των εξουσιών/της καταστροφής/της κερδοσκοπίας (= παρεμπόδιση)/της κυκλοφορίας/της μετάδοσης του ιού/της παραγωγής/της ρύπανσης (πβ. έλεγχος). ~ των δικαιωμάτων/ελευθεριών (πβ. φαλκίδευση). ~ στην κατανάλωση ρεύματος. Μέτρα για τον ~ό του προβλήματος. Αποφασίστηκε ο ~ της χρήσης ... Πβ. τιθάσευση.|| (ΝΟΜ.) Απαλλαγή ή ~ της ευθύνης (= μετριασμός).2. (κατ' επέκτ.) όριο: Δεν υπάρχει (ποσοτικός) ~ στον αριθμό των αποσκευών. Έθεσαν χρονικό ~ό (= περιθώριο) στην υλοποίηση του προγράμματος.3. απομόνωση, εγκλεισμός: Βρίσκεται/είναι/παρέμεινε σε/υπό ~ό (: σε νοσοκομείο ή σε ειδικό χώρο φυλάκισης). Του επιβλήθηκε η ποινή του ~ού. Βλ. -ισμός. ● περιορισμοί (οι) 1. περιοριστικά μέτρα: εμπορικοί (= εμπάργκο, κυρώσεις)/κοινωνικοί (= κανόνες, συμβάσεις) ~. ~ δόμησης (βλ. ρήτρα). ~ στην ελευθερία έκφρασης (πβ. λογοκρισία). Επέβαλαν αυστηρούς ~ούς.|| (ΝΟΜ.) Άρθηκαν οι ~. Υποβάλλομαι/υπόκειμαι σε ~ούς.|| Άτομο χωρίς ηθικούς ~ούς (= αναστολές, φραγμούς).2. δυσκολίες, εμπόδια: επενδυτικοί/τεχνικοί ~. ● ΦΡ.: με τον περιορισμό ότι: με τον όρο, με την προϋπόθεση ότι., σε κατ' οίκον περιορισμό & (λόγ.) υπό κατ' οίκον περιορισμό: σε απομόνωση στο σπίτι (ως ποινή ή καραντίνα): Καταδικάστηκε/τέθηκε ~ ~. Τελεί υπό ~ ~. [< αγγλ. house arrest] , χωρίς περιορισμό: ελεύθερα ή απεριόριστα: Πρόσβαση ~ (κανέναν) ~.|| Μιλήστε ~ ~! [< μτγν. περιορισμός, γαλλ. limitation]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.