Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιοριστικός , ή, ό πε-ρι-ο-ρι-στι-κός επίθ.: που περιορίζει, που επιβάλλει περιορισμούς: ~ός: παράγοντας. ~ή: αντίληψη/δημοσιονομική πολιτική/διάταξη/νομοθεσία. ~ό: πλαίσιο/πρόγραμμα. Αίρονται τα ~ά μέτρα για τον .../εναντίον του .../κυκλοφορίας. Του επιβλήθηκε ο ~ όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Πβ. δεσμευτ-, μετριαστ-ικός, κατα-, περι-σταλτικός.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: μυοκαρδιοπάθεια.|| (ΒΙΟΧ.) ~ό: ένζυμο. ● επίρρ.: περιοριστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. περιοριστικός, γαλλ. limitatif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.