περισπώ [περισπῶ] πε-ρι-σπώ ρ. (μτβ.) {περισπ-ά ... | περισπά-σει, περισπ-άται, -ώμενος} (λόγ.): αποσπώ την προσοχή κάποιου: Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να ~σουν την κοινή γνώμη από το σκάνδαλο. ● Παθ.: περισπάται: ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα γραφής) τονίζεται με περισπωμένη: ~ώμενα: ρήματα (= συνηρημένα). Βλ. οξύνεται. [< αρχ. περισπῶ]
περισπωμένη πε-ρι-σπω-μέ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. τονικό σημάδι (σύμβ. ῀) του πολυτονικού συστήματος γραφής της ελληνικής γλώσσας το οποίο σημειώνεται πάνω από μακρόχρονη συλλαβή. Βλ. βαρεία, οξεία. [< μτγν. περισπωμένη]
βαρεία
βαρεία [βαρεῖα] βα-ρεί-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) τονικό σημάδι της λήγουσας ( `), όταν δεν ακολουθεί εγκλιτικός τύπος ή στίξη. Βλ. δασεία, οξεία, περισπωμένη. [< μτγν. βαρεῖα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.