Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • περισπώ [περισπῶ] πε-ρι-σπώ ρ. (μτβ.) {περισπ-ά ... | περισπά-σει, περισπ-άται, -ώμενος} (λόγ.): αποσπώ την προσοχή κάποιου: Τα ΜΜΕ προσπάθησαν να ~σουν την κοινή γνώμη από το σκάνδαλο. ● Παθ.: περισπάται: ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα γραφής) τονίζεται με περισπωμένη: ~ώμενα: ρήματα (= συνηρημένα). Βλ. οξύνεται. [< αρχ. περισπῶ]
  • περισπωμένη πε-ρι-σπω-μέ-νη ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. τονικό σημάδι (σύμβ. ῀) του πολυτονικού συστήματος γραφής της ελληνικής γλώσσας το οποίο σημειώνεται πάνω από μακρόχρονη συλλαβή. Βλ. βαρεία, οξεία. [< μτγν. περισπωμένη]

βαρεία

βαρεία [βαρεῖα] βα-ρεί-α ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) τονικό σημάδι της λήγουσας ( `), όταν δεν ακολουθεί εγκλιτικός τύπος ή στίξη. Βλ. δασεία, οξεία, περισπωμένη. [< μτγν. βαρεῖα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.