Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περισταλτικός , ή, ό πε-ρι-σταλ-τι-κός επίθ. 1. ΦΥΣΙΟΛ. που σχετίζεται με τον περισταλτισμό: ~ό: κύμα. ~ές: κινήσεις. 2. (σπάν.) περιοριστικός, κατασταλτικός: ~ός: νόμος. ~ά: μέτρα. ● επίρρ.: περισταλτικά ● ΣΥΜΠΛ.: περισταλτική αντλία: ΤΕΧΝΟΛ. μηχανική αντλία στην οποία η πίεση προκαλείται από την κίνηση ενός σφιγκτήρα κατά μήκος ενός σωλήνα, κατά τρόπο που θυμίζει τον περισταλτισμό: ~ ~ για τον έλεγχο της πίεσης των ελαστικών. [< αγγλ. peristaltic pump, 1958] [< 1: γαλλ. péristaltique, αγγλ. peristaltic 2: μτγν. περισταλτικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.