Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιστύλιο πε-ρι-στύ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {περιστυλίου}: ΑΡΧΑΙΟΛ.-ΑΡΧΙΤ. σειρά κιόνων που περιβάλλουν οικοδόμημα και κατ' επέκτ. ο χώρος που ορίζεται από αυτούς: το ~ του ναού.|| (σήμερα) Το ~ της Βουλής/του Ζαππείου. ΣΥΝ. περίστυλο [< μτγν. περιστύλιον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.