περιττός , ή, ό πε-ριτ-τός επίθ. 1. που είναι περισσότερος από το κανονικό ή το αναγκαίο, που δεν είναι χρήσιμος: ~ό: βάρος/λίπος (ΣΥΝ. περισσευούμενο). ~ές: δικαιολογίες/ερωτήσεις/μετακινήσεις. ~ά: έξοδα/λόγια/στοιχεία/στολίδια. Άσκοπη ~ή καθυστέρηση/ταλαιπωρία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ά: αρχεία/δεδομένα. ΑΝΤ. απαραίτητος.2. ΜΑΘ. (για αριθμό) που αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα, όταν διαιρεθεί με το δύο: Πβ. μονός.|| ~ή: συνάρτηση. ΑΝΤ. άρτιος (αριθμός), ζυγός (1) ● επίρρ.: περιττά ● ΦΡ.: (είναι) περιττό: για κάτι ανώφελο, που δεν χρειάζεται να γίνει: Κάθε σχόλιο ~ ~. (~) ~ να αναφέρω/πω ότι ... [< αρχ. περιττός]
περιττοσύλλαβα πε-ριτ-το-σύλ-λα-βα ουσ. (ουδ.) (τα): ΓΡΑΜΜ. ονόματα που έχουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού αριθμού μία συλλαβή περισσότερη από όσες έχει η ονομαστική και η κλητική του ενικού (π.χ. κτήμα, κτήματος). ΑΝΤ. ισοσύλλαβα [< μτγν. περιττοσύλλαβα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.