Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • περιττός , ή, ό πε-ριτ-τός επίθ. 1. που είναι περισσότερος από το κανονικό ή το αναγκαίο, που δεν είναι χρήσιμος: ~ό: βάρος/λίπος (ΣΥΝ. περισσευούμενο). ~ές: δικαιολογίες/ερωτήσεις/μετακινήσεις. ~ά: έξοδα/λόγια/στοιχεία/στολίδια. Άσκοπη ~ή καθυστέρηση/ταλαιπωρία.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ά: αρχεία/δεδομένα. ΑΝΤ. απαραίτητος. 2. ΜΑΘ. (για αριθμό) που αφήνει υπόλοιπο τη μονάδα, όταν διαιρεθεί με το δύο: Πβ. μονός.|| ~ή: συνάρτηση. ΑΝΤ. άρτιος (αριθμός), ζυγός (1) ● επίρρ.: περιττά ● ΦΡ.: (είναι) περιττό: για κάτι ανώφελο, που δεν χρειάζεται να γίνει: Κάθε σχόλιο ~ ~. (~) ~ να αναφέρω/πω ότι ... [< αρχ. περιττός]
  • περιττοσύλλαβα πε-ριτ-το-σύλ-λα-βα ουσ. (ουδ.) (τα): ΓΡΑΜΜ. ονόματα που έχουν στις πλάγιες πτώσεις του ενικού και σε όλες τις πτώσεις του πληθυντικού αριθμού μία συλλαβή περισσότερη από όσες έχει η ονομαστική και η κλητική του ενικού (π.χ. κτήμα, κτήματος). ΑΝΤ. ισοσύλλαβα [< μτγν. περιττοσύλλαβα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.