Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιφερικός , ή, ό πε-ρι-φε-ρι-κός επίθ. (επιστ.): που βρίσκεται γύρω ή συνήθ. μακριά από ένα κεντρικό σημείο, περιφερειακός: (ΙΑΤΡ.) ~ή: αρτηριοπάθεια/όραση. ~ό: αίμα/νευρικό σύστημα. ~ά: αγγεία/νεύρα.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ές: συσκευές. ● επίρρ.: περιφερικά [< γαλλ. périphérique, αγγλ. peripheric]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.