Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιχειρίδα πε-ρι-χει-ρί-δα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ό,τι μπορεί να φορεθεί γύρω από το χέρι: αυτοκόλλητη ~ (πιεσόμετρου). Βλ. γάντι, μανσέτα, περιβραχιόνιο. [< γαλλ. manchon]

γάντι

γάντι γά-ντι ουσ. (ουδ.) {γαντ-ιού | συνήθ. στον πληθ.}: εφαρμοστό κάλυμμα του χεριού που συνήθ. φτάνει μέχρι τον καρπό και φοριέται κυρ. για προστασία από το κρύο και τις υψηλές θερμοκρασίες: βαμβακερά/δερμάτινα/μάλλινα/ποδηλατικά/προστατευτικά ~ια. ~ια ασφαλείας/εργασίας/κήπου/κουζίνας/φούρνου. ~ια του μπέιζμπολ/μποξ. Ένα ζευγάρι ~ια.|| (ΙΑΤΡ.) Αποστειρωμένα/ελαστικά/εξεταστικά/χειρουργικά ~ια. ~ια με πούδρα. ~ια μιας χρήσης.|| (μτφ., για μποξέρ ή τερματοφύλακα) Κρέμασε τα ~ια (= αποσύρθηκε). ● Υποκ.: γαντάκι (το) ● ΦΡ.: έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί (μτφ.-προφ.): είναι φτιαγμένο για κάποιον, του αρμόζει απόλυτα: Το φόρεμα τής ~ ~. O ρόλος τού ~ ~.|| Αυτό που είπες ~ γάντι με την/στην περίσταση., με το γάντι (μτφ.): διακριτικά, με τρόπο: Ασκεί κριτική ~ ~. Της φέρεται ~ ~ (= με ευγένεια).|| (ειρων.) Τον έσφαξε ~ ~ ( = με το βαμβάκι)., πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον (μτφ.): τον προκαλώ: Του έριξε/πέταξε ~, αλλά δεν απάντησε στην πρόκληση. [< γαλλ. jeter le gant] , σηκώνω το γάντι (μτφ.-προφ.): δέχομαι την πρόκληση. [< γαλλ. gant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.