περιχειρίδα πε-ρι-χει-ρί-δα ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ό,τι μπορεί να φορεθεί γύρω από το χέρι: αυτοκόλλητη ~ (πιεσόμετρου). Βλ. γάντι, μανσέτα, περιβραχιόνιο. [< γαλλ. manchon]
γάντι
γάντι γά-ντι ουσ. (ουδ.) {γαντ-ιού | συνήθ. στον πληθ.}: εφαρμοστό κάλυμμα του χεριού που συνήθ. φτάνει μέχρι τον καρπό και φοριέται κυρ. για προστασία από το κρύο και τις υψηλές θερμοκρασίες: βαμβακερά/δερμάτινα/μάλλινα/ποδηλατικά/προστατευτικά ~ια. ~ια ασφαλείας/εργασίας/κήπου/κουζίνας/φούρνου. ~ια του μπέιζμπολ/μποξ. Ένα ζευγάρι ~ια.|| (ΙΑΤΡ.) Αποστειρωμένα/ελαστικά/εξεταστικά/χειρουργικά ~ια. ~ια με πούδρα. ~ια μιας χρήσης.|| (μτφ., για μποξέρ ή τερματοφύλακα) Κρέμασε τα ~ια (= αποσύρθηκε). ● Υποκ.: γαντάκι (το) ● ΦΡ.: έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί (μτφ.-προφ.): είναι φτιαγμένο για κάποιον, του αρμόζει απόλυτα: Το φόρεμα τής ~ ~. O ρόλος τού ~ ~.|| Αυτό που είπες ~ γάντι με την/στην περίσταση., με το γάντι (μτφ.): διακριτικά, με τρόπο: Ασκεί κριτική ~ ~. Της φέρεται ~ ~ (= με ευγένεια).|| (ειρων.) Τον έσφαξε ~ ~ ( = με το βαμβάκι)., πετάω/ρίχνω το γάντι σε κάποιον (μτφ.): τον προκαλώ: Του έριξε/πέταξε ~, αλλά δεν απάντησε στην πρόκληση. [< γαλλ. jeter le gant] , σηκώνω το γάντι (μτφ.-προφ.): δέχομαι την πρόκληση. [< γαλλ. gant]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.