Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιχύνω πε-ρι-χύ-νω ρ. (μτβ.) {περιέχυ-σα κ. περίχυ-σα, περιχύ-θηκε, -μένος, περιχύν-οντας}: χύνω υγρό ή άλλη παχύρρευστη ουσία σε όλη την επιφάνεια ενός πράγματος: ~ουμε τα ζυμαρικά με την κρέμα γάλακτος. Πριν σερβίρετε τις τηγανίτες, ~ετε με σιρόπι. Βλ. περιλούζω. [< μεσν. περιχύνω]

περιλούζω

περιλούζω πε-ρι-λού-ζω ρ. (μτβ.) {περιέλου-σα, περιλού-στηκα, περιλούζ-οντας} & (λόγ.) περιλούω 1. καταβρέχω: Τον ~σε με βενζίνη/λάδι/νερό. ~στηκε με εύφλεκτο υγρό και αυτοπυρπολήθηκε. Πβ. περιβρέχω.|| (μτφ.) Φως ~σε το πρόσωπό του. 2. (μτφ.) βρίζω: Τους ~σε με ύβρεις. Πβ. διαολοστέλνω, εξ-, καθ-υβρίζω. ΣΥΝ. λούζω (2) [< μτγν. περιλούω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.