Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περιόστεο πε-ρι-ό-στε-ο ουσ. (ουδ.): ΑΝΑΤ. ανθεκτική μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά τα οστά εκτός από τις αρθρικές τους επιφάνειες και συντελεί στη θρέψη τους καθώς και στην οστεοποίηση. Βλ. περιχόνδριο. [< μτγν. περιόστεον, αγγλ. periosteum, γαλλ. périoste]

περιχόνδριο

περιχόνδριο πε-ρι-χόν-δρι-ο ουσ. (ουδ.): ΑΝΑΤ. ανθεκτική μεμβράνη που καλύπτει εξωτερικά τους χόνδρους, εκτός από τους αρθρικούς, και συντελεί στη θρέψη τους καθώς και στη δημιουργία νέων χάρη στους χονδροβλάστες. Βλ. περιόστεο. [< γαλλ. périchondre, αγγλ. perichondrium]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.