Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • περονοφόρο πε-ρο-νο-φό-ρο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ανυψωτικό όχημα που έχει στο μπροστινό του μέρος δύο πιρούνες με ρυθμιζόμενο ύψος για την ανύψωση και μεταφορά φορτίων. ΣΥΝ. κλαρκ.|| (ως επίθ.) ~ο: μηχάνημα. Βλ. γερανός, παλετοφόρο, -φόρος. [< αγγλ. forklift (truck), 1944]

γερανός

γερανός γε-ρα-νός ουσ. (αρσ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. μηχάνημα για την ανύψωση και μεταφορά μεγάλων φορτίων, αποτελούμενο από ψηλή κάθετη δοκό στηριγμένη σε κινητή ή ακίνητη βάση και κινητό βραχίονα, ο οποίος φέρει στο άκρο του σύστημα τροχαλιών με ισχυρό μέσο ανάρτησης και συγκράτησης του φορτίου (γάντζος, μαγνήτης)· κατ΄επέκτ. γερανοφόρο όχημα: περιστρεφόμενος/φορητός ~. Χειριστής ~ού. Κινητοί/πλωτοί (= μπίγες)/τηλεσκοπικοί/υδραυλικοί ~οί. Οικοδομικοί ~οί. ~οί εμπορευματοκιβωτίων. Μπουλντόζες και ~οί. Πβ. παπαγάλος. Βλ. βαρούλκο, βίντσι, περονοφόρο, τρέιλερ, φορτωτής.|| Ο ~ της Πυροσβεστικής. Ο ~ της Τροχαίας απομάκρυνε/πήρε/σήκωσε το παράνομα σταθμευμένο αυτοκίνητο. 2. (κατ' επέκτ.) κάθε κατασκευή με κινητό βραχίονα που μοιάζει με τη συγκεκριμένη ανυψωτική μηχανή: ~ μικροφώνου. ~ μεταφοράς ασθενών. 3. ΟΡΝΙΘ. ελόβιο αποδημητικό πτηνό (επιστ. ονομασ. Grus grus), με γκρίζο φτέρωμα, μακρύ μαυρόασπρο λαιμό και κεφάλι (με κόκκινο το επάνω μέρος του), οξύ κωνικό ράμφος και μακριά πόδια με γαμψά νύχια. 4. ΑΡΧ. αιώρημα. 5. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Γ) μικρός αστερισμός του Νοτίου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: γερανάκι (το): στις σημ. 1,2. [< μτγν. γέρανος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.