Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεταχτάρι πε-τα-χτά-ρι ουσ. (ουδ.): αλιευτικό εργαλείο από πετονιά με δύο ή περισσότερα αγκίστρια και ένα ή δύο βαρίδια· κυρ. συνεκδ. ψάρεμα από τη στεριά ή από βάρκα με το αντίστοιχο εργαλείο. Βλ. καθετή, παραγάδι, συρτή. [< μεσν. πεταχτάρι 'δόρυ']

καθετή

καθετή κα-θε-τή ουσ. (θηλ.): αλιευτικό εργαλείο από πετονιά με ένα ή περισσότερα αγκίστρια, βαρίδι και δόλωμα· κατ' επέκτ. ο αντίστοιχος τρόπος ψαρέματος: μηχανισμός βαθιάς ~ής. Βλ. καλαμίδι, παραγάδι, πεταχτάρι, συρτή, τσαπαρί. [< μτγν. κάθετος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.