Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • πεταχτός , ή, ό πε-τα-χτός επίθ. (προφ.) 1. που προεξέχει έντονα: ~ή: μύτη. ~ό: πιγούνι. ~ές: φλέβες. ~ά: αυτιά/δόντια/μαλλιά/μάτια. Βλ. τουρλωτός. 2. βιαστικός, γρήγορος: ~ές: κουβέντες. Του έδωσε ένα ~ό φιλί. Έριχνε ~ές ματιές στο ρολόι. 3. που τινάζεται προς τα πάνω· κατ' επέκτ. ζωηρός, έντονος: ~ός: χορός. ~ές: κινήσεις. Με βήμα ~ό. 4. πεταχτούλης. 5. που πετάγεται ή εκτοξεύεται (προς μια επιφάνεια): ~ός: σοβάς. ● Ουσ.: πεταχτό (το): ΟΙΚΟΔ. το πρώτο κονίαμα που απλώνεται πεταχτά κυρ. σε τοίχο, για την καλύτερη πρόσφυση των επόμενων στρώσεων σοβά. ● επίρρ.: πεταχτά ● ΦΡ.: στα πεταχτά: στα γρήγορα: Είπαν δυο κουβέντες ~ ~. Ξεφύλλισα το έντυπο/τσίμπησα κάτι ~ ~. [< μεσν. πεταχτός]

τουρλωτός

τουρλωτός, ή, ό τουρ-λω-τός επίθ. (λαϊκό): που έχει στρογγυλό σχήμα, φουσκωμένος ή τεντωμένος: ~ή: κοιλιά. ~ά: οπίσθια. ● επίρρ.: τουρλωτά [< μεσν. τρουλλωτός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.