πεταχτός , ή, ό πε-τα-χτός επίθ. (προφ.) 1. που προεξέχει έντονα: ~ή: μύτη. ~ό: πιγούνι. ~ές: φλέβες. ~ά: αυτιά/δόντια/μαλλιά/μάτια. Βλ. τουρλωτός.2. βιαστικός, γρήγορος: ~ές: κουβέντες. Του έδωσε ένα ~ό φιλί. Έριχνε ~ές ματιές στο ρολόι.3. που τινάζεται προς τα πάνω· κατ' επέκτ. ζωηρός, έντονος: ~ός: χορός. ~ές: κινήσεις. Με βήμα ~ό.4. πεταχτούλης. 5. που πετάγεται ή εκτοξεύεται (προς μια επιφάνεια): ~ός: σοβάς. ● Ουσ.: πεταχτό (το): ΟΙΚΟΔ. το πρώτο κονίαμα που απλώνεται πεταχτά κυρ. σε τοίχο, για την καλύτερη πρόσφυση των επόμενων στρώσεων σοβά. ● επίρρ.: πεταχτά ● ΦΡ.: στα πεταχτά: στα γρήγορα: Είπαν δυο κουβέντες ~ ~. Ξεφύλλισα το έντυπο/τσίμπησα κάτι ~ ~. [< μεσν. πεταχτός]
τουρλωτός
τουρλωτός, ή, ό τουρ-λω-τός επίθ. (λαϊκό): που έχει στρογγυλό σχήμα, φουσκωμένος ή τεντωμένος: ~ή: κοιλιά. ~ά: οπίσθια. ● επίρρ.: τουρλωτά [< μεσν. τρουλλωτός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.